Κείμενο υποδοχής

If I had to choose between music, dance or photography, I would choose all three, for I am enchanted with music, thrilled by dance and redeemed by photography!
Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη μουσική, το χορό και τη φωτογραφία, θα επέλεγα και τις τρεις τέχνες. Η μουσική με μαγεύει, ο χορός με ενθουσιάζει και η φωτογραφία με λυτρώνει!...

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

DEUTSCHE SINFONIE/HANNS EISLER


DEUTSCHE SINFONIE, op. 50 (1936-58)
By Misha Donat

In July 1935 Hanns Eisler wrote enthusiastically to Bertolt Brecht from Moscow, about an idea he had had for a new work:
 I want to write a large symphony which will have the subtitle ‘Concentration Camp Symphony.’ In some passages a chorus will be used as well, although it is basically an orchestral work. And I certainly want to use your two poems ‘Burial of the agitator in a zinc coffin’ (this will become the middle section of a large-scale funeral march) and ‘To the prisoners in the concentration camps.’

By this time Eisler had already been a fugitive from Nazi Germany for two years, during which he had traveled almost continuously, both in Europe and in America. He composed the first two movements of what was to become his German Symphony in the summer of 1936, in London. They were submitted to the jury of the International Society for Contemporary Music, whose fifteenth festival was planned to coincide with the Paris World Exhibition, in the following year. Eisler was awarded the prize for the most outstanding work; but before arrangements for a performance could be finalized, the Nazis intervened. The chairman of the jury, Jacques Ibert, proposed a compromise whereby saxophones would be substituted for the chorus, so that Brecht’s offending texts would not be heard. (Whether Ibert had spotted the presence of the communist Internationale on the trumpets in Eisler’s opening movement is doubtful.) Eisler, needless to say, refused


By the time of the ISCM fiasco, Eisler had written six more movements of his symphony. The first of them to be composed, “In Sonnenburg,” continues the concentration camp theme; but as Eisler worked further on his magnum opus, it became not only a protest against the camps themselves, but also a wider indictment of fascism. The purely orchestral sixth and tenth movements were added in 1939 and 1947 (though Eisler had begun work on the latter piece eleven years earlier), and the tiny epilogue in 1958. Finally, the instrumental content of the work was further increased by the insertion of the Etude for orchestra–originally written in 1930, as the “Aural Training Exercise” finale of Eisler’s First Suite for orchestra–to form the symphony’s third movement. Taken together, these three non-vocal movements form what can be heard as a symphony within a cantata, with the second of them standing simultaneously for slow movement and scherzo (its solemn outer sections enclose a quick, scherzo-like interlude). The two later movements both have a recapitulatory function, clearly drawing together the threads of what might have run the risk of being too heterogeneous a work. The Intermezzo, which arose as Eisler’s repugnant reaction to Stalin’s non-aggression pact with Hitler, uses the same twelve-note row as the setting of Brecht’s “To the Fighters in the Concentration Camps”; while in the Allegro tenth movement the trombone and trumpet transform the opening threnody of the symphony’s Prelude into an ironic dance of jubilation.


The German Symphony is designed to have the effect of a gradual crescendo, from the smaller scale and leaner textures of its opening movements, towards the complex and more expansive cantata movements (Nos.8 and 9), and the symphonic Allegro that follows them. The slow Prelude begins and ends with the sound of strings alone, and reaches its climax with the simultaneous sounding of the themes of the Internationale on the trumpets, and the revolutionary song “Unsterbliche Opfer” (“Immortal Sacrifice”) on the trombones. The second movement unfolds as a passacaglia: beneath the clarinet’s opening twelve-note melody, the cellos and basses give out the passacaglia theme–a transformation of the time-honored B-A-C-H motif, in repeated eighth-notes.

Following the orchestral Etude, the setting of “Remembrance (Potsdam)” begins as a distant slow march, with the sound of military percussion, and a twelve-note theme given out by the muted horn, and ends with a sudden surge of energy and violence (the dispersal of the procession by the police in Brecht’s poem). The stanzas of “In Sonnenburg” (No.5) are punctuated by the violent motif of its opening bar (at the climax of the piece the singer is instructed to give the fascist salute); while the equally ironic “Burial of the agitator in a zinc coffin” is the funeral march to which Eisler referred in his letter to Brecht.

The first three sections of the “Peasant Cantata” (No.8) adapt texts not by Brecht, but from the novel Bread and Wine by the Italian writer Ignazio Silone, in disfavor with the Soviet authorities ever since his outspoken opposition to the Moscow show trials of the early 1930s. (For this reason, Silone’s name does not appear in the published edition of the score.) The last of these sections is a remarkable melodrama–a whispered dialogue against the background of hummed notes from the chorus, and mysterious, rapidly repeated notes on the strings. The “Worker’s Cantata” that follows is the longest single movement of the work–a piece of symphonic proportions in itself, and one that absorbs the elements of a Mahlerian march. After the equally forceful orchestral Allegro–one of Eisler’s most impressive achievements–the Epilogue has the effect of a post-echo. Eisler may well have added it in tribute to Brecht, who had died in 1956. At the same time, its subject matter clearly recalls that of the symphony’s Prelude, with its lament for Germany’s lost sons.

Allegro for Orchestra/Hanns Eisler

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ op.50 (1936-58)
Από τον  Misha Donat (Μίσσα Ντόνατ)
Τον Ιούλιο 1935 ο Hanns Eisler έγραψε με ενθουσιασμό για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ από τη Μόσχα, σχετικά με μία ιδέα που είχε για ένα νέο έργο :
Θέλω να γράψω μια μεγάλη συμφωνία που θα έχει τον τίτλο.  "Συμφωνία για τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης" . 
Σε ορισμένα σημεία θα χρησιμοποιηθεί χορωδία, παρότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα ορχηστρικό έργο. Και σίγουρα θέλω να χρησιμοποιήσω τα δύο σου ποιήματα «Ταφή του αναδευτήρα σε ένα φέρετρο από ψευδάργυρο» (αυτό θα γίνει το μεσαίο τμήμα ενός μεγάλου επικήδειου εμβατηρίου) και το «Στους κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης».


Όταν τα έγγραφε αυτά, ο Eisler ήταν ήδη για δύο χρόνια φυγάς της Ναζιστικής Γερμανίας, κατά τη διάρκεια των οποίων ταξίδευε συνέχεια, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Συνέθεσε τα πρώτα δύο κομμάτια του έργου, που στη συνέχεια, το 1936 στο Λονδίνο, θα ονόμαζε Γερμανική Συμφωνία. Τα δύο αυτά κομμάτια στάλθηκαν στους κριτές της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής, της οποίας το φεστιβάλ θα διεξαγόταν ταυτόχρονα με τη Διεθνή Έκθεση Παρισιού τον επόμενο χρόνο. Στον Eisler απονεμήθηκε το βραβείο για το καλύτερο έργο, αλλά πριν το έργο παιχτεί παρενέβησαν οι Ναζί. Ο πρόεδρος της επιτροπής Jacques Ibert, πρότεινε έναν συμβιβασμό, όπου σαξόφωνα θα αντικαθιστούσαν τη χορωδία προκειμένου να μην ακουστούν τα προσβλητικά κείμενα του Μπρεχτ. Όπως ήταν λογικό ο Eisler αρνήθηκε.


Μέχρι που προκλήθηκε το φιάσκο με τη Διεθνή Εταιρεία Σύγχρονης Μουσικής, ο Eisler είχε ήδη γράψει έξι ακόμα μέρη της συμφωνίας του. Το πρώτο από αυτά που συντέθηκε, το “In Sonnenburg”, συνεχίζει με το μοτίβο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά καθώς ο Eisler συνέχιζε να δουλεύει πάνω στο magnus opus,  εν τέλει, δεν αποτέλεσε απλά μία διαμαρτυρία ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά, και ένα κατηγορώ εναντίον του φασισμού. Τα πλήρως ορχηστρικά κομμάτια, το 6ο και το 10ο, προστέθηκαν το 1939 και το 1947 αντίστοιχα (παρότι ο Eisler είχε αρχίσει να δουλεύει το 10ο μέρος εφτά χρόνια νωρίτερα) και ο μικρός επίλογος το 1958. Τέλος, το μουσικό περιεχόμενο αυξήθηκε με την προσθήκη της «Σπουδής για Ορχήστρα», η οποία απετέλεσε το 3ο μέρος της συμφωνίας. 
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ λεπτομέρειες για τη δομή του έργου, διαβάστε στο αγγλικό κείμενο.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

TRIBUTE TO MARIA CALLAS

 The GreekNational Opera paid tribute to Maria Kallas in the streets and plazas of Athens. This musical stroll in the city, where this great soprano grew up, included the Acropolis Museum, the Agion Asomaton Square, the Kotzia Square and the National Archaeological Museum. These sites hosted a series of musical events, where various pianists, solists and the the Greek National Opera Orchestra directed by Myron Michailidis were featured. The reason for this celebration is the completion of 36 years since her death. This was a very original way for the Greek National Opera to honour her in the streets of Athens. The famous arias marked by the unique performances of Kallas, were now performed by artists of the Greek National Opera, in which the great soprano made her first steps of her career. The arias were performed by Elena Kelesidi, Celia Costea and Dimitra Theodosiou.
These videos and photos are from the courtyard of the National Archaeological Museum (in Patision street). Thousands of Athenians attended. September 15th 2013.































 H Εθνική Λυρική Σκηνή τίμησε τη Μαρία Κάλλας στους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας. Ο μουσικός αυτός περίπατος, στην πόλη που μεγάλωσε η σπουδαία υψίφωνος, περιελάμβανε το Μουσείο της Ακρόπολης, τις σκάλες του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, την πλατεία Αγίων
Ασωμάτων, την πλατεία Κοτζιά και το ΕθνικόΑρχαιολογικό Μουσείο. Οι χώροι αυτοί φιλοξένησαν μια σειρά από μουσικά δρώμενα με πρωταγωνιστές μονωδούς, πιανίστες, αλλά και την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τη διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, Αφορμή γι αυτή τη γιορτή είναι η συμπλήρωση 36 ετών από το θάνατο της Μαρίας Κάλλας (16 Σεπτεμβρίου 1977). Και αυτός ήταν ένας πρωτότυπος τρόπος της ΕΛΣ να την τιμήσει στους δρόμους της Αθήνας. Ακούστηκαν οι διάσημες άριες, οι οποίες σημαδεύτηκαν από τις μοναδικές ερμηνείες της Κάλλας, τώρα ερμηνευμένες από καλλιτέχνες του λυρικού θεάτρου, στο οποίο η μεγάλη υψίφωνος έκανε τα πρώτα βήματα της καριέρας της. Άριες ερμήνευσαν οι υψίφωνοι Έλενα Κελεσίδη, Τσέλια Κωστέα, και Δήμητρα Θεοδοσίου.
Το βίντεο αυτό είναι από τον προαύλιο χώρο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (της οδού Πατησίων). Παραβρέθηκαν χιλιάδες Αθηναίοι. 15 Σεπτεμβρίου 2013.





Cellia Costea



Elena Kelesidi


Dimitra Theodosiou

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Hymn of the Nations-Arturo Toscanini

ARTHURO TOSCANINI
In 1944, to honor the Allied victory in Italy, the great Arturo Toscanini--a refugee from Fascisim in his home country--decided to conduct a performance of Verdi's "Hymn of the Nations". "Hymn" is a composition that Verdi originally built around the national anthems of Britain, France, and Italy. In order to honor all four of the major Allies, Toscanini decided to add "The Star Spangled Banner" for the U.S. and "The Internationale" for the Soviet Union. The music was performed by the NBC Symphony Orchestra, with the Westminister Choir and the great tenor Jan Peerce as soloist; conducted by Toscanini.
In the early 50's, at the height of the Red Scare, censors removed the portion of this performance that featured the Internationale.
The great actor Burgess Meredith, who narrates the beginning of this program, was later on the Hollywood Blacklist.
For years the sequence in this film that contained the "Internationale" was considered lost. But in the 1980's it was found on a copy of the featurette in Alaska, and the Library of Congress restored the censored clip, with its rousing rendition of "The Internationale". So enjoy the magnificent tenor voice of Jan Peerce, and the masterful conducting of Arturo Toscanini.


Το 1944, ο Arturo Toscanini, για να τιμήσει τη νίκη των Συμμάχων, αποφάσισε να δώσει μια
παράσταση του «Ύμνου των Εθνών" του Βέρντι. Ο "Ύμνος" είναι μια σύνθεση που ο Verdi την έφτιαξε από τους εθνικούς ύμνους της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Για να τιμήσει, όμως, και τις δυο άλλες μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις, ο Toscanini, αποφάσισε να προσθέσει το "The Star Spangled Banner" για τις ΗΠΑ και το "The Internationale" για τη Σοβιετική Ένωση.
Όλα καλά μέχρι εδώ. Δεν υπολόγιζε όμως τον μπάρμπα Σαμ κι έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του '50, οι λογοκριτές στις ΗΠΑ, αφαίρεσαν το Internationale, με το έτσι θέλω.
Για χρόνια αυτή η ταινία που περιείχε το "Internationale" θεωρήθηκε πως είχε χαθεί. Αλλά στη δεκαετία του '80, βρέθηκε ένα αντίγραφο της ταινίας κι έτσι σήμερα, μπορούμε ν΄απολαύσουμε την υπέροχη φωνή του τενόρου Jan Peerce, και την αριστοτεχνική διεύθυνση του Arturo Toscanini.

''Hymn of the Nations''


''The Internationale"