Κείμενο υποδοχής

If I had to choose between music, dance or photography, I would choose all three, for I am enchanted with music, thrilled by dance and redeemed by photography!
Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη μουσική, το χορό και τη φωτογραφία, θα επέλεγα και τις τρεις τέχνες. Η μουσική με μαγεύει, ο χορός με ενθουσιάζει και η φωτογραφία με λυτρώνει!...

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Σπύρος Σαμοϊλης / Spyros Samoilis

Spyros Samoilis / Σπύρος Σαμοϊλης
I present to you today, in a small tribute (compared to the volume of his work), a great form of popular song, the composer and eclectic friend, Spyros Samoilis who, "since the dark years of the dictatorship, still full of love for the people and desire for social justice, he stood in the forefront with his music and songs to the antidictatorial struggle. Still in the subsequent years, he stood at the forefront of struggles, upturning stadiums full of people with his music, praising the simple people, singing their desires and struggles and urging all of us, not to cease to struggle, to claim and to dream a better and just world, for us and our children".
He continues today his musical and social struggle for a different society, fair, peaceful, socialistic.
Μετάφραση: Alexandra AO


Σας παρουσιάζω σήμερα, σε ένα μικρό αφιέρωμα - σε σύγκριση με το μεγάλο όγκο του έργου του - μια μεγάλη μορφή του λαϊκού τραγουδιού, τον μουσικοσυνθέτη και εκλεκτό φίλο, Σπύρο Σαμοϊλη που, "από τα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας, ακόμα γεμάτος από αγάπη για το λαό και πόθο για κοινωνική δικαιοσύνη,  στάθηκε μπροστάρης με τη μουσική και τα τραγούδια του στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αλλά και στα επόμενα μεταπολιτευτικά χρόνια, πάλι μπροστάρης στάθηκε στους αγώνες, ξεσηκώνοντας  γήπεδα γεμάτα κόσμο,  με τη μουσική του, υμνώντας τον απλό λαό, τραγουδώντας τους πόθους και τους αγώνες του και παροτρύνοντας όλους μας, να μην παύσουμε να αγωνιζόμαστε, να διεκδικούμε και να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, για εμάς και τα παιδιά μας". Συνεχίζει και σήμερα το μουσικό και κοινωνικό του αγώνα για μια άλλη κοινωνία, δίκαιη, ειρηνική, σοσιαλιστική!

Ο Σπύρος Σαμοΐλης γεννήθηκε στη Λευκίμμη της Κέρκυρας. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν οικογένεια λαϊκών μουσικών, η δε οικογένεια του πατέρα του, ζωγράφων, αγιογράφων και ξυλογλυπτών. Έτσι, κληρονόμησε και τη Μουσική και την Αγιογραφία. Στη Λευκίμμη τέλειωσε το Γυμνάσιο και το Λύκειο και έμαθε τις πρώτες νότες στη Φιλαρμονική του τόπου. Δεκαεφτά χρονών γίνεται μαέστρος της φιλαρμονικής. Δεκαοχτώ χρονών φεύγει για την Αθήνα. Γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη και μαθητεύει κοντά του μέχρι τον Απρίλη του 1967. Παίρνει μαθήματα μουσικής από την καθηγήτρια του Εθνικού Ωδείου Κλέλια Φωτοπούλου και από τον συνθέτη Χρήστο Λεοντή. 
Θέατρο Ρουαγιαλ 1972
Το 1972, ανοίγει Γκαλερί Ζωγραφικής στην Αθήνα και εκεί κάνει και τις πρώτες πρόβες των τραγουδιών του, ανάμεσα στα χρώματα και τις κορνίζες. Το 1972, μέσα στη χούντα, δίνει την πρώτη του συναυλία, στο θέατρο ΔΙΑΝΑ. Στις πρώτες θέσεις οι ποιητές Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος και η συγγραφέας και παιδαγωγός Έλλη Αλεξίου. Η νεολαία και ιδιαίτερα οι φοιτητές, στέκονται δίπλα του, από τα πρώτα του βήματα και του δίνουν θάρρος και κουράγιο, να αντιμετωπίσει τα κυνηγητά και τις απαγορεύσεις των τραγουδιών του. Το 1973 φεύγει, κυνηγημένος από τη χούντα, για το Παρίσι, όπου ξανασυναντά τον Θεοδωράκη. 
Το 1974, ο Στράτος Διονυσίου, τραγουδά σε δίσκο, το πρώτο τραγούδι του Σαμοΐλη « το τραγούδι της πέρδικας » που βραβεύεται στον Πανελλήνιο διαγωνισμό τραγουδιού της Κολούμπια. 
 Το τραγούδι της πέρδικας με το Στράτο Διονυσίου

Μαζί με τον Θεοδωράκη, δίνουν, το 1975, μια συναυλία στο δημοτικό στάδιο Κέρκυρας. Το 1975 κυκλοφορεί ο πρώτος μεγάλος προσωπικός δίσκος του «ΒΑΣΤΑ ΚΑΡΔΙΑ» με τον Πέτρο Πανδή και την Ελένη Βιτάλη, σε ποίηση Κώστα Βάρναλη – Νίκου Πανδή και Σαράντη Αλιβιζάτου. Ακολουθούν γρήγορα οι δίσκοι « ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ » σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη και «ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Το 1976 ξεκινά τις περιοδείες του στις συνοικίες της Αθήνας και το 1977 τον ατέλειωτο γυρισμό του σε όλη την Ελλάδα, κάνοντας σε 10 χρόνια 2000 συναυλίες, σε πόλεις και χωριά, που αποτελεί μέχρι σήμερα Παγκόσμιο ρεκόρ συναυλιών. 
Συνεργάζεται με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιώργο Ζωγράφο, την Ελένη Βιτάλη και τον ρεμπέτη Νίκο Περγιάλη. Κυκλοφορούν, στη συνέχεια, οι δίσκοι του « ΛΑΪΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ », «ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ» και μαζί με τον Ηλία Ανδριόπουλο η «ΛΑΪΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ». Στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κρακοβίας – Πολωνίας, παίρνει Βραβείο Μουσικής, μεταξύ 120 συνθετών από όλο τον κόσμο, για τη μουσική του σε ντοκιμαντέρ του Ε.Ο.Τ. με αφηγητή τον Μάνο Κατράκη. Βραβεύεται δυο φορές, στο φεστιβάλ Έντεχνου Tραγουδιού του ΟΔΗΓΗΤΗ. Επίσης, παίρνει Βραβεία μουσικής στα Πανελλήνια Φεστιβάλ Θεάτρου Ιθάκης– Λέσβου, Καρδίτσας και Κορίνθου. 
Από το 1987 μένει μόνιμα στην Κέρκυρα, όπου αγιογραφεί σε πάρα πολλές εκκλησίες στη νότια Κέρκυρα. Αγιογραφίες του υπάρχουν και σε εκκλησίες στην Καλλιθέα, στο Μοσχάτο Αθηνών και στην πλατεία Βάθη. Γράφει μουσική για τα θεατρικά έργα: Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ (Λόρκα) – ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ ( Λόρκα) – ΔΟΝΑ ΡΟΖΙΤΑ (Λόρκα) - ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ( Δημ. Κεχαΐδη) – ΖΗΤΗΤΑΙ ΨΕΥΤΗΣ ( Δημ. Ψαθά) – ΚΑΥΓΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΤΖΙΑ ( Γκολντόνι) – ΜΑΝΑ, ΜΗΤΕΡΑ, ΜΑΜΑ (Γ. Διαλεγμένου) – ΕΙΡΗΝΗ (Αριστοφάνη) – ΟΡΝΙΘΕΣ (Αριστοφάνη), συνεχίζοντας την πορεία του στην Ελληνική μουσική, συνεργαζόμενος με τους τραγουδιστές Μιχάλη Βιολάρη, Γεράσιμο Ανδρεάτο, Σοφία Βόσσου, Καίτη Χωματά, Ρένα Κουμιώτη, Κλειώ Δενάρδου κ.α. Μερικά από τα έργα του: ΣΑΝ ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ – Λαϊκή όπερα, σε ποίηση Νίκου Πανδή. Ο ΛΑΜΠΡΟΣ – Μελόδραμα, σε ποίηση Διονυσίου Σολωμού. ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ – Ορατόριο για τη ζωή του Χριστού. Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ - Κύκλος τραγουδιών σε στίχους νέγρων ποιητών. Στην Κέρκυρα εμπνέεται και δημιουργεί τους ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ, που, από το 2000 διοργανώνει ο Πολιτιστικός οργανισμός του δήμου Λευκιμμαίων. Από το Φλεβάρη του 2011, είναι πρόεδρος στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ.

 "Οι κερασιές θ΄ανθίσουνε και φέτος"  (Ποίηση Μ. Λουντέμη)  με την Ισιδώρα Σιδέρη  
από το δίσκο "Κραυγή στα πέρατα" (1976)  
Οι κερασιές θ' ανθίσουνε και φέτος στην αυλή και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή που είναι η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι, πικρή που είναι η ζωή!
Άνοιξε το παράθυρο στην πρωινή γιορτή, για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι, και μια πληγή από βόλι είναι για σε, ποιητή!
Πικρή που είναι η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι, πικρή που είναι η ζωή!
Νύσταξα  να σε καρτερώ, έρωτα, και να λιώνω, μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω πρωί, χίλια θε να 'δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!

"Ο Μαγιακόφσκι" από το δίσκο "Οι γειτονιές του κόσμου". Ποίηση-απαγγελία: Γιάννης Ρίτσος. Συμμετέχει χορωδία και διευθύνει ο Σπ. Σαμοϊλης
Περισσότερα για τον ποιητή Μαγιακόφσκι διαβάστε

"Τούτο το καλοκαίρι, σαν και πέρυσι, μας ήρθε θυμωμένο. Είναι βαρύ το σακί του ήλιου στην πληγιασμένη ράχη. Κι οι καρποί μεσ’ απ΄ τα φύλλα δείχνουν σφιγμένες τις γροθιές τους. Δεν ξέρεις καν τι μήνας είναι. Κανένας δεν όργωσε φέτος, κανένας δεν έσπειρε. Δεν ξέρεις καν τι καιρό κάνει. Το καλοκαίρι έχει χάσει το δρόμο του ανάμεσα στους σκοτωμένους και οι εποχές κάθονται αμίλητες μες το βομβαρδισμένο δάσος".

"Α, Μαγιακόφσκι τρέξε, πρόφτασε. Πώς να το γλυκάνεις αυτόν τον άνεμο. Ντελάλης με ντελάλη σάλπιγγα με τύμπανο. Ένας ντελάλης, όρθιος στην κορυφή  πανύψηλου βουνού, χειρονομεί, φωνάζει, κραυγάζει ένα χαρούμενο άγγελμα στον κόσμο. Πνίγεται απ’ τη χαρά του, λαχανιάζει, χειρονομεί, φωνάζει, κλαίει. Ο άνεμος παίρνει τη φωνή του, δεν ακούγεται. Χρειάζονται χιλιάδες στόματα μαζί, χιλιάδες σάλπιγγες. Φωνάζει, δίνει σινιάλα με τα χέρια του, ανεμίζει ένα μεγάλο ουρανό, ένα σύγνεφο, μια κόκκινη παντιέρα Ο άνεμος, βλέπει τις χειρονομίες, δεν ξεχωρίζει τα σινιάλα. Οι άνθρωποι κλαίνε πάνω από τους νεκρούς, δεν καλοβλέπουν. Ο άνεμος στεγνώνει τα βρεγμένα τσίνορα, λάμπουν τα μάτια τους, λάμπουν, ο άνεμος φουσκώνει το πουκάμισό τους σαν πανί καραβιού, μισοπέλαγα, ανακατώνει τα μαλλιά τους, σαν τον καπνό του καραβιού, που σφυρίζει, σιμώνοντας στο μέγα λιμάνι του κόσμου. Κείνο το φως, ανεβαίνει απ' τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι σάλπιγγες σημαίνουν εγερτήριο στην κόκκινη πλατεία της Μόσχας, οι λαοί ανεμίζουνε τις σημαίες τους στις προκυμαίες.
Ο Μαγιακόφσκι τρέξε, πρόφτασε, να τονε πούμε αυτό τον άνεμο. Τρέξε Σικελιανέ, τρέξε Αραγκόν, τρέξε Ναζίμ Χικμέτ, τρέξε Νερούντα, να τραγουδήσουμε τούτο τον άνεμο, ντελάλης με ντελάλη σάλπιγγα με τύμπανο".

"Ήρθανε ένα βράδυ" Τραγούδι: Πέτρος Πανδής - Ποίηση Νίκου Πανδή, από το δίσκο "Βάστα καρδιά"
Ήρθανε ένα βράδυ και σε πήραν εκείνοι που δεν ξέρουν τη ζωή,
ψάξαν παντού και τίποτα δεν ήβραν κι αφήσανε την πόρτα ανοιχτή.

Δίπλα στο παραθύρι το κρεβάτι και πάνω στο κρεβάτι, γκαρδιακή,
φωτογραφία παιδική, γιομάτη, μ’ αυτόν που χάσαμε την κατοχή.

Εργάτης στα γιαπιά, τριάντα χρόνια, δεν είδες, μια φορά, μέρα καλή,
παιδί μ’ ασβέστες στα μαλλιά σου χιόνια στις σκαλωσιές ανέμιζες ζωή.

Πέταγες το σακάκι στην κρεμάστρα κι έτρεχες να πλυθείς απ’ τη δουλειά,
την ώρα π’ αψηλά ανάβαν τ’ άστρα, αντάμωνες κρυφά μια κοπελιά.

Περάσανε τα χρόνια και οι μήνες και συ ακόμη μου μιλάς και καρτερείς
κι ας είναι οι πληγές σου από κείνες που στον καιρό να κλείσεις πάλι δεν μπορείς.


ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ 1 : "Πώς παρουσίαζαν κάποτε, οι εταιρείες, τους νέους δίσκους".
Παρουσίαση του δίσκου "ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ" του Σπ. Σαμοΐλη, σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη, από τον Γιώργο Παπαστεφάνου,στην εκπομπή "ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ". ΛΥΡΑ 1976



ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ 2: 1972. Θέατρο ΡΟΥΑΓΙΑΛ. Αθήνα. Στιγμιότυπο από την 3' συναυλία του Σπ. Σαμοΐλη, μέσα στη Χούντα.Ακούγεται το τραγούδι "Ο ΚΩΣΤΗΣ" σε στίχους 
Ν. Πανδή. Τραγουδά ο ανεπανάληπτος Γιώργος Ζωγράφος, ο κυριότερος εκπρόσωπος του Νέου Κύματος.



Ως να ποιεί...Τέχνη μετά Ήθους (Ζωγράφοι της Κέρκυρας)
(από P.S.Mavro/Stavriotis)

Ο μουσικοσυνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης, δεν είναι απλώς ένας σύγχρονος αγαπημένος δημιουργός στην Κέρκυρα, λόγω της μουσικής του αλλά και πολύ γνωστός Αγιογράφος!
Μάλιστα διεκδικεί τον τίτλο του «Μαίστορα»  (και αυτής της τέχνης) όχι μόνο λόγω δημιουργίας αλλά και λόγω καταγωγής, μια και οι πρόγονοί του ήταν Αγιογράφοι και ξυλογλύπτες. 
Αυτό που χαρακτηρίζει το Σπύρο Σαμοΐλη, σαν καλλιτέχνη,  είναι η ευαισθησία, η απλότητά και η ανθρωπιά που δείχνει σε όλους τους τομής της ζωής και της δημιουργίας του. Είναι «ως να ποιεί... Τέχνη με ήθος!». 
Από νωρίς, τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν επάνω του. Από τα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας, ακόμα γεμάτος από αγάπη για το λαό και πόθο για κοινωνική δικαιοσύνη,  στάθηκε μπροστάρης με τη μουσική και τα τραγούδια του στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αλλά και στα επόμενα μεταπολιτευτικά χρόνια, πάλι μπροστάρης στάθηκε στους αγώνες, ξεσηκώνοντας  γήπεδα γεμάτα κόσμο,  με τη μουσική του, υμνώντας τον απλό λαό, τραγουδώντας τους πόθους και τους αγώνες του και παροτρύνοντας όλους μας, να μην παύσουμε να αγωνιζόμαστε, να διεκδικούμε και να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, για εμάς και τα παιδιά μας. Τότε τον είχα πρωτογνωρίσει και εγώ. 
Αργότερα,  η αγάπη για τον τόπο του, τον τόπο μας,  τον έκαμε, μαζί με τη συντρόφισσά του Ελένη,  να εγκαταλείψει την Αθήνα και να έρθει  ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ  ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ  ΕΡΓΟ, εδώ,  στην αγαπημένη του  Λευκίμμη, και γενικότερα στην Κέρκυρα. Δεν απομονώθηκε και δεν παραιτήθηκε από τα όνειρα του. Συνέχισε και συνεχίζει  να προσφέρει ποικιλοτρόπως. Γράφει, διευθύνει, οργανώνει και φυσικά ζωγραφίζει! Παράλληλα αξιοποιεί τις δυνατότητες του διαδικτύου,  διαδίδοντας πιο πλατιά τη θαυμάσια μουσική του.


Πώς φτιάχνεται ένα τραγούδι

 Ο Σπύρος Σαμοΐλης και η Ελένη Ιωάννου βρέθηκαν στην "Γη της Απαγγελίας" και δίνουν ένα ρεσιτάλ συνεργασίας, φτιάχνοντας το τραγούδι "Το κορίτσι της Κυριακής" σε στίχους Χρήστου Πεντεδήμου





Εδώ "Το κορίτσι της Κυριακής"στην τελική του μορφή με την ενορχήστρωση του Σπύρου Σαμοϊλη




"Η αλήθεια"  από την καινούρια μουσική σοδειά, σε στίχους Αναστασίας Βαφειάδη
Τραγούδι: Αγγελική Καββαδία


Εδώ στην άκρη των χειλιών παραμονεύει μόνη,
μια αλήθεια που όλο κρύβεται, μια αλήθεια που πληγώνει

Φοβάται να φανερωθεί, κρύβεται και τρομάζει,
θέλει, σαν βγει, απ' το στόμα αυτό με ψέμα να μη μοιάζει

Είναι μια αλήθεια ερημική, κάβος σε ξερονήσι,
δέντρο που το φυσάει βοριάς μα, δεν θα το λυγίσει.

Σαν βάρκα που' ναι στη στεριά αυτή η αλήθεια, η μόνη,
αρμύρα τρώει τα ξύλα της  κι ο χρόνος την παλιώνει.

Αλήθεια μόνη που με λυτρώνει,
την ψιθυρίζω και στη χαρίζω.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Samuel Osborne Barber

Samuel Osborne Barber (1910-1981)
Samuel Osborne Barber II was one of the most frequently performed composers both in the United States and in Europe during the mid-twentieth century. Known for his trademark lyrical style, Barber never abandoned his expressive voice throughout the course of his compositional career. Unlike many of his fellow composers who had to perform or teach to make a living, Barber had the privilege of dedicating nearly all his time to composition. In addition, Barber was unusually fortunate to have virtuoso performers premiere virtually all his works. With over forty published works in his oeuvre (with more than 100 still unpublished, many of which are housed in the Music Division at the Library of Congress), Barber has become one of America's foremost composers.
Barber was born on 9 March 1910 in West Chester, Pennsylvania, a suburb nearly thirty miles from Philadelphia. His father, Roy, was a prominent physician and the president of the West Chester School Board. Barber's mother, Marguerite McLeod Beatty (called Daisy), was the sister of Louise Homer, a celebrated contralto with the Metropolitan Opera and wife of composer Sidney Homer. Thus, Barber was gifted with a financially secure background that afforded him the opportunity to study with the best musicians, as well as with a mentor in his Uncle Sidney, who monitored and encouraged the young man's musical career for over three decades.
When he was six years old, Barber began improvising melodies at the piano, and by the time he was seven, he was composing music. In 1919, Barber began studying piano with Hatton Green, once a pupil of Theodor Leschetizky in Vienna. At age twelve, Barber accepted a position as organist at the First Presbyterian Church; this employment was short lived, however, due to the young Barber's refusal to hold fermatas in hymns and responses. Soon after entering high school, around age fourteen, Barber commuted every Friday to Philadelphia to study music at the newly founded Curtis Institute of Music.
Read more HERE 









Symphony No1, op.9 and Piano Concerto, op.38 
 
Hot on the heels of Neeme Jarvi's Chandos version of Samuel Barber's First Symphony comes this rival one of a work which in its time marked a breakthrough in American music, but which has been seriously neglected on disc. The symphony by Mrs Beach may make a more unusual coupling on Chandos, but with his all-Barber coupling Slatkin has an obvious advantage, particularly when on balance his is the more powerful performance of the symphony itself, notably at the very start, where the tautness of attack by the St Louis players immediately commands attention, while Jarvi builds tension more gradually. Generally Slatkin favours Allegros taken slightly faster, but the slow section, Andante tranquillo, is broader, making the overall timing of both versions almost identical. In the lovely oboe melody of that Andante tranquillo the St Louis principal is allowed a more generous espressivo, playing very beautifully, but the simpler folk-like treatment that Jarvi's oboist gives at the more flowing speed is more rarefied in its beauty, a very valid alternative. Though Jarvi's sense of spontaneity gives extra warmth at times, I would finally opt for Slatkin, when ensemble is a degree crisper, and the final section builds to a stronger, more purposeful climax. One incidental advantage is that the RCA disc provides separate tracks for each of the four distinct sections in this one-movement work, where the Chandos has it on a single track.

In any case the coupling will be the decisive point with most collectors, and it is good to have a new recording of the Piano Concerto by the pianist for whom Barber originally wrote this formidable half-hour work, John Browning. He recorded it not long after the first performance, with George Szell and the vintage Cleveland Orchestra (Columbia, 6/65—nla), and that classic account, not yet reissued here on CD, still stands supreme for its passionate thrust and power. At rather broader speeds, with the piano balanced more forwardly, this new version may not be so high-powered, but particularly in the slow movement there is a sensuous quality, a warmth in the lyrical flowering I had not fully appreciated before, whether in the original recording or in Tedd Joselson's version for ASV. Browning's playing of the elaborately decorative figuration is magical.

Those two works alone, lasting together over 50 minutes, might have been counted fair measure for a whole CD, but happily Browning and Slatkin, forming an impromptu duo, had the bright idea of adding the two-piano work, Souvenirs. With its sequence of popular dance pieces, ''Waltz'', ''Schottische'', ''Hesitation Tango'' and so on, Souvenirs is not parody, as Browning points out in the printed conversation supplied as a note, but ''pure nostalgia''. He and Slatkin play the suite like that, with an attractive lightheartedness, even if for such rhythmic music I should have preferred a brighter, less fruity piano tone. That extra was recorded in the Manhattan Center, New York, while the orchestral works were recorded in the St Louis Orchestra's usual venue, the Powell Symphony Hall, with clean, well-balanced results.
Buy it from Amazon

Adagio for strings


About this song:

Samuel Barber rejected many arrangements, of Adagio for Strings, published by G. Schirmer, such as the organ arrangement by William Strickland. However he did transcribe the piece in 1967 for eight-part choir, as a setting of the Agnus Dei ("Lamb of God").

Adagio for Strings (the string version of this piece) can be heard on many film, TV, and video game soundtracks, including Oliver Stone's Oscar-winning film "Platoon", David Lynch's 1980 Oscar-nominated film "The Elephant Man", Michael Moore's documentary "Sicko", "Swimming Upstream", "Lorenzo's Oil", "A Very Natural Thing", "Reconstruction", and Jean-Pierre Jeunet's Oscar-nominated 2001 film "Amélie". It has been heard in episodes of The Simpsons, Big Brother 2010 (UK), That Mitchell and Webb Look, The Boondocks, South Park, How I Met Your Mother, Seinfeld, ER (TV series), Red Dwarf, Big Love, and Mystery Science Theater 3000. A recorded performance by the London Symphony Orchestra was, for a time, the highest selling classical piece on iTunes. This choral version, Agnus Dei, can be heard in the soundtrack to the PC video game Homeworld (released in 1999, awarded with the Game of the Year accolade from the PC Gamer magazine). The work is extremely popular in the electronic dance music genre, notably in trance. Artists who have covered it include Armin van Buuren, William Orbit, Ferry Corsten, and Tiësto. eRa included this song in their new album Classics. Adagio is the final song on the final collaborative Peter, Paul and Mary album "Peter Paul and Mary, With Symphony Orchestra". Mary Travers had requested that Adagio be played at her memorial service. It was also played at the Royal Albert Concert Hall on the 15th September 2001 in memorial of the attacks on America that shook the world four days beforehand.


Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Tribute to Theo Angelopoulos / Αφιέρωμα στον Θ.Αγγελόπουλο

Today, January 24th Theodoros Aggelopoulos died, after he was seriously injured by an off-duty policeman riding a bike. The incident took place in Drapetsona during the filming of " I alli Thalassa"
Theo Angelopoulos was born in Athens in 1935. After studying law, he attended courses at (the French school of cinema) "L'IDHEC" and then grew close to Jean Rouch. Back in Greece, he was hired as film critic for the daily Allagi, which was closed down by the military junta. He began working on Forminx Story, a feature-length film about a pop group in 1965 but the film was never finished. This was followed by Broadcast (Ekpompbi) a short he made in 1968.

In 1970 he completed his first feature Reconstruction (Anaparastassi). "Out of the story"s thriller-type plot," writes Jean-Loup Passek, "- an immigrant returning from Germany is murdered by his wife and her lover - emerges an ideological style and approach which sets the film quite apart from the conformism of Greek cinema of the same period. The crime itself is far less interesting for the filmmaker than the ins and outs, as well as the individual and collective implications, of the inquiry." The film won an award at the Festival d’ Hyeres and got noticed in Berlin, calling the attention of critics the world over to Theo Angelopoulos.

His next three films make up a trilogy on the history of contemporary Greece. Days of '36 (Meres tou '36) takes place just prior to the election during which General Metaxas imposed his dictatorship. The film is about the sequestration of a reactionary Member of Parliament. The government hesitates several times, but the hostage-taker is finally killed and this murder foretells the greater repression to follow.

Read more (official website) Theo Angelopoulos
Philmography Here


Θόδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα, 27 Απριλίου 1935 - 24 Ιανουαρίου 2012)
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Έκανε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες εγκατέλειψε πριν πάρει το πτυχίο του. Το 1961 έφυγε στο Παρίσι, όπου αρχικά παρακολούθησε στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας, καθώς και μαθήματα εθνολογίας και στη συνέχεια μαθήματα κινηματογράφου στη Σχολή Κινηματογράφου IDHEC και στο Musée de l' homme. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Με τον κινηματογράφο άρχισε να ασχολείται το 1965 και το 1968 παρουσίασε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, Εκπομπή, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 1970, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Αναπαράσταση, κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλες διακρίσεις στο εξωτερικό, και σηματοδότησε την αυγή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Έκτοτε, οι ταινίες του έχουν συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και έχει κερδίσει πολλά βραβεία, τα οποία τον καθιέρωσαν παγκοσμίως ως έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Πολλά αφιερώματα που τιμούν τη δουλειά του Θόδωρου Αγγελόπουλου έχουν πραγματοποιηθεί σ' όλο τον κόσμο. Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, του Πανεπιστημίου X Ναντέρ (Nanterre) στο Παρίσι και του Πανεπιστημίου του Έσσεξ (Essex). Μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος. 
Σήμερα, 24 Ιανουαρίου 2012, όντας πεζός, τραυματίστηκε σοβαρά από διερχόμενη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ειδικός φρουρός ο οποίος ήταν εκτός υπηρεσίας στον περιφερειακό δρόμο της Δραπετσώνας. Τελικά, άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση.
Περισσότερα στη Βικιπαίδεια



Λίγα λόγια για το έργο "Η Άλλη Θάλασσα" που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Η νέα ταινία «Η Άλλη Θάλασσα», θα επικεντρωθεί σε μια επίκαιρη όσο ποτέ Ελλάδα, αυτή της λιτότητας κάτω από το αβάσταχτο βάρος της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης.

Στον Πειραιά τα γυρίσματα του νέου Αγγελόπουλου Ο Ιταλός ηθοποιός Τόνι Σερβίλο θα υποδυθεί έναν άνδρα που ασχολείται με τα κοινά σε τοπικό επίπεδο αλλά ταυτόχρονα επιβλέπει μια όχι και τόσο «καθαρή» επιχείρηση: την φυγάδευση παράνομων μεταναστών από τη FYROM και την Αλβανία προς την Ιταλία μέσω της Ελλάδας. «Είμαι μια ιστορία που δεν είναι μακριά από αυτό που ζούμε τώρα στην Ιταλία», δήλωσε ο Σερβίλο από το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Τορίνο όπου βρίσκεται, προσθέτοντας ότι «ο Αγγελόπουλος με διάλεξε γιατί γενικά προτιμά τους Ιταλούς ηθοποιούς».

Εν τω μεταξύ η κόρη του πρωταγωνιστή σχεδιάζει το ανέβασμα της «Όπερας της Πεντάρας» του Μπερτολτ Μπρεχτ σε ένα εργοστάσιο όπου πολλοί εργάτες έχουν χάσει την δουλειά τους, κομμάτι της ιστορίας που ο παραγωγός Αμαντέο Παγκάνι χαρακτήρισε ως «αλληγορία για την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας σήμερα».

Τα γυρίσματα της ταινίας, στην οποία θα συμμετάσχουν επίσης οι Ειρήνη Στρατηγοπούλου, Χρήστος Λούλης, Δημήτρης Πιατάς, Ακύλλας Καραζήσης και άλλοι, θα ολοκληρωθούν σε περίπου έξι εβδομάδες.
Όλα αυτά έμειναν μόνο στο σενάριο, αφού ο Θ.Αγγελόπουλος δεν υπάρχει πια ,μετά από το τραγικό θανατηφόρο δυστύχημα, την ώρα των γυρισμάτων στη Δραπετσώνα.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν, είναι ανέκδοτες, από τα γυρίσματα του έργου "Ταξίδι στα Κύθηρα", στη Στοά Ορφέα.









Δείτε ολόκληρη την ταινία "Ταξίδι στα Κύθηρα" (Διάρκεια 2.14')
Μέρος Πρώτο
Μέρος Δεύτερο

Δείτε την ταινία "Τοπίο στην ομίχλη" ΕΔΩ

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Aφιέρωμα στο Βασίλη Τσιτσάνη / Tribute to Vassilis Tsitsanis

Vassilis Tsitsanis
Vassilis Tsitsanis (18th January 1915–18th January 1984) the greatest composer, versifier and a masterly craftsman of bouzouki of the early years of Greece.

He was born in Trikala from Inlanders. Tsarouhas, his father, had a mandoline with which he played almost exclusively thievish songs of his country. Those were the first hearings of little Vassilis along with the byzantine psalmodies which he heard in church. At the age of 11 he loses his father and only then does the mandoline fall in his hands. - which in the meantime has been converted into a bouzouki.
During his junior-high school years he also learns violin, taking part with it in local events. The bouzouki, however, even though it isn't worthly considered in the small local society, draws his attention more. He composes his first songs at the age of 15. In the ends of 1936 he comes to Athens in order to study Law.

He works in taverns in order to fill his income. In one of them he meets the singer Dimitri Perdikopoulo who takes him to a record company. He records for the first time in 1937, but the main part of his pre-war records is accomplished the following years. The "Arhontissa" is the most famous song he records then but with songs like "Na giati girnao", "Gia auta ta maura matia sou" and many more which are sung by Stratos Pagioumtzis, Stellakis Perpiniadis, Keromitis and Markos Vamvakaris find position in discography. With these songs Tsitsanis introduced a new form of the Popular song which interests a limited number of audience. With these songs he responses to censorship of the Metaxian dictatorship which forbids so much the songs of the rembetical marginals as the obvious eastern melodies...
Read more Official website of Vassilis Tsitsanis

"Συννεφιασμένη Κυριακή" (εισαγωγή)-Πρόλογος (από τον Β.Τσιτσάνη)-"Το μινόρε του Τσιτσάνη" (με τον Β.Τσιτσάνη στο μπουζούκι. Συμμετέχει ο Μ.Χιώτης, και πιθανόν, να παίζει κιθάρα με χορδές μπουζουκιού)


Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσικός Αύγουστος 1983
Βασίλης Τσιτσάνης (18/1/1915 - 18/1/1984) ο μεγαλύτερος Έλληνας δημιουργός του λαϊκού τραγουδιού.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο - το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά. 

Θεοδωράκης-Τσιτσάνης Μουσικός Αύγουστος 1983
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ' αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η "Αρχόντισσα" είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ' αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα "Να γιατί γυρνώ", "Γι 'αυτά τα μαύρα μάτια σου" και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών. Μ' αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. 

Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. "Αχάριστη", "Μπαξέ τσιφλίκι", "Τα πέριξ", "Νύχτες μαγικές", "Ζητιάνος της αγάπης", "Ντερμπεντέρισσα" και βέβαια τη "Συννεφιασμένη Κυριακή". Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα έπρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ' αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους - που κάποτε είναι...τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή - δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά......

......Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια...
Διαβάστε περισσότερα στην επίσημη ιστοσελιδα του Βασίλη Τσιτσάνη

''Συννεφιασμένη Κυριακή''-Ε.Μπουντούνης & Μ.Ραζή


Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, Βασίλης Τσιτσάνης
 Του Γιώργου Παπαχρίστου, Τορόντο, Καναδάς
Δημοσίευση στην εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ"

Ήταν και οι δυο τους φτωχόπαιδα από πολυμελείς οικογένειες από την περιφέρεια. Τα παιδικά τους χρόνια όχι και τόσο ευχάριστα. Φτωχικά για τον Βασίλη Τσιτσάνη, δραματικά και τραυματικά για τον Λούντβιχ Μπετόβεν. Ο Βελγικής καταγωγής παππούς του Μπετόβεν, Λουί, μετακόμισε στη Βόννη όπου διορίστηκε μουσικός στην αυλή του Εκλέκτορα. Ο Πατέρας του Τσιτσάνη μετακόμισε στα Τρίκαλα από την Ήπειρο γιατί είχε περισσότερη δουλειά ως τσαγκάρης τσαρουχάς.
Στα 14-15 χρόνια τους, ο Λούντβιχ Μπετόβεν έπαιζε τσέλο στην ορχήστρα του Εκλέκτορα της Βόννης ενώ ο Βασίλης Τσιτσάνης έπαιζε βιολί με το “Τρίο Μπαρόνι” στους βουβούς κινηματογράφους των Τρικάλων, . Στα 21 τους χρόνια έφυγαν από τη γενέτηρά τους για σπουδές και το μεγάλο ταξίδι της ζωής τους. Ο Μπετόβεν εγγράφεται στο φιλολογικό τμήμα του πανεπιστημίου της Βόννης αλλά μετά από μερικά μαθήματα το εγκαταλείπει και φεύγει για τη Βιέννη για να βελτιώσει τις μουσικές του γνώσεις.......

.......Σύγκριση του έργου των δύο μεγάλων δημιουργών δεν μπορεί να γίνει αλλά μόνο ένας ελεύθερος και συγκρατημένος παραλληλισμός που ξεκινάει από την παρουσία τους στην τέχνη σε διάφορα ηλικιακά στάδια της ζωής τους αλλά και τη στάση τους απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της εποχής τους, μέχρι το βαθμό και την διάρκεια της επιρροής που είχαν στους συγχρόνους αλλά και έχουν ακόμη στους μεταγενέστερους δημιουργούς, ο μεν Βασίλης Τσιτσάνης στον κόσμο του Ελληνισμού ο δε Λούντβιχ Μπετόβεν σε οικουμενικό επίπεδο.
Εμείς είμαστε οι τυχεροί αποδέκτες των επαναστατικών μουσικών δημιουργιών τους που σκάλισαν ο μεν ένας επάνω στα κλειδιά του πιάνο και ο δε άλλος στην ταστιέρα του ταπεινού και περιφρονημένου ως τότε μπουζουκιού.
Ολόκληρο το άρθρο  ΕΔΩ 

"Νυχτερινό παλιού πάθους" Πρόκειται για το τραγούδι "Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ" διασκευασμένο από τον Στ.Ξαρχάκο. Το αποκορύφωμα της ενορχήστρωσης! (περιέχεται στο δίσκο "Τσιτσάνη διάλογοι". Αξίζει να τον αποκτήσετε)

"Όταν χόρευε η Φρίντα" Πρόκειται για το τραγούδι "Τρικαλινή τσαχπίνα" διασκευασμένο από τον Στ.Ξαρχάκο (περιέχεται στο δίσκο "Τσιτσάνη διάλογοι")



Απόσπασμα από την ομιλία του ΜΑΝΟΥ  ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ στα Ανώγεια της Κρήτης τον Αύγουστο του 1981
 "… όσο για τον Τσιτσάνη με τα τραγούδια του οποίου θα τελειώσει η αποψινή συναυλία όλοι σας ξέρετε το όνομα του.
Μα είμαι βέβαιος πως πολλοί λίγοι από εσάς γνωρίζετε τη μυθολογία του και αληθινή σημασία των τραγουδιών του.
Γιατί ο Τσιτσάνης παιδί των υπόγειων ρευμάτων , της μαγκιάς και της ρεμπετοσύνης,  έχοντας μια βυζαντινή παιδεία από την ψαλτική που έκανε στο χωριό του ξάπλωσε απ΄ άκρου εις  άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό. Ερμήνευσε την τάση για φυγή που διαπερνούσε τον ελληνισμό «θα πάω εκεί στην αραπιά» όταν και το ταξίδι μες τη χώρα ήταν αδύνατο.
Κι όταν η χώρα μας ακριβώς επιχειρούσε την αυτογνωσία της, ο Τσιτσάνης πρωτοτραγούδησε το ανικανοποίητο των Ελλήνων εφήβων :

Κουράστηκα για να σε αποχτήσω Αρχόντισσα μου μάγισσα τρελή

Και αυτά με τη θρησκευτικότητα ενός διασωσμένου βυζαντινού μέρους.
Ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος, τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος".

"Θα πάω εκεί στην Αραπιά" σε διασκευή του Μ.Χατζιδάκη από το δίσκο "Ο σκληρός Απρίλης του '45"


Ο Ντίνος Χρισταινόπουλος έγραψε:
Κανείς δεν μίλησε για τις γυναίκες όπως αυτός. Τις αγάπησε και τις αποκάλεσε: μάγισσες, τρελές, αχάριστες, ψεύτρες, σκληρόκαρδες, σατράπισσες, δαιμονισμένες, παλιοκόριτσα, κακούργες, μαύρες ψυχές, ασυλλόγιστες, μπαμπέσες, παμπόνηρες, σκάρτες, μαγκιόρες, αλλά και αρχόντισσες, μαργιόλες, φίνες, μεθυστικές, μποέμισσες, τσαχπίνες, γόησσες, νοστιμούλες, πεταχτές, κουκλίτσες, λάγνες, ερωτιάρες, ονειρεμένες, νεράιδες, αγαπούλες. Έγραψε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τον «εθνικό ύμνο των Νεοελλήνων», αλλά και την «Αρχόντισσα», που είναι εμβληματικό τραγούδι στην ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού.
Συνέχεια εδώ (Ως3)

"Αχάριστη" με την Ι.Γεωργακοπούλου, Στ.Περπινιάδη και Β.Τσιτσάνη (πρώτη εκτέλεση)

"Σεράχ" με την Π.Πάνου, Μαραγκόπουλο και Τσίγκο (Ζωντανή ηχογράφηση σε διασκευή Στ.Ξαρχάκου από το "Αμήν Αμάν")

"Γκιουλ Μπαχάρ" με τη Μ.Σουλτάτου, Μαραγκόπουλο και Τσίγκο (Ζωντανή ηχογράφηση σε διασκευή Στ.Ξαρχάκου από το "Αμήν Αμάν")

"Αρχόντισα" με τον Στρ.Παγιουμτζή και  Στ.Περπινιάδη (πρώτη εκτέλεση)

Η Αριστούλα Ελληνούδη έγραψε:
Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια - ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Άλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου και παραθέτει γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε "αντιστασιακά " έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».
Συνέχεια εδώ(Ως3) 

"Οι φάμπρικες" με τον Στρ.Παγιουμτζή, Μ.Νίνου και Β.Τσιτσάνη (πρώτη εκτέλεση)

"Κάνε λιγάκι υπομονή" Εκπληκτική ερμηνεία από τον Γρ.Μπιθικώτση και την Κ.Γκρέϋ(δεν κυκλοφορεί σε δίσκο)

Η Μαρίζα Κωχ είπε: « Αν είσαι τραγουδιστής, λέγοντας τα τραγούδια του Τσιτσάνη, μεθάς, αποκτάς συνείδηση του ιδιαίτερου βάρους που έχει η τέχνη σου σ’ αυτή τη χώρα. Αν είσαι ακροατής των τραγουδιών του Τσιτσάνη, χορεύεις, αφού δεν μπορείς να πετάξεις».

Δείτε από το αρχείο της ΕΡΤ ΕΔΩ και ΕΔΩ

Συννεφιασμένη Κυριακή με την Μελίνα Μερκούρη (Στίχοι: Β.Τσιτσάνη-Αλ.Γκούβαρη)


"Συννεφιασμένη Κυριακή" Η πρώτη αυθεντική ηχογράφιση με τον Πρ.Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου


Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου, που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή, στιγμή δεν ησυχάζω. Μαύρη μου κάνεις τη ζωή και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή, που ‘χασα την χαρά μου. Συννεφιασμένη Κυριακή, ματώνεις την καρδιά μου.

Overcast Sunday, you resemble my heart that's always cloudy, Christ and Holy Mary.
 When I see you rainy, I can't rest for a moment. You dull my life, and I sigh heavily.
 On a day like this I lost my joy. Overcast Sunday, you bleed my heart.

Domingo nublado, Te pareces a mi corazón Que tiene siempre nubes, Cristo mío y Virgen mía.
Cuando te veo lluvioso, No estoy tranquilo un momento. Me haces negra la vida, Y suspiro con pesadez.
Eres un día como este, En el que perdí mi alegría. Domingo nublado, Haces sangrar mi corazón.

"Βράσε τη ρούμπα και το σουίνγκ" Άγνωστο τραγούδι του Τσιτσάνη. 
Τραγουδούν Τσαουσάκης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης


Τα ωραία του Τσιτσάνη/Ta orea tou Tsitsani