Cinq
Mélodies Populaires Grecques
It isn't hard
to figure out why singers -- and pianists, to be sure -- love Maurice Ravel's
Cinq mélodies populaires grecques (Five Greek Folksongs) as much as they do.
The texts, which were translated from the Greek originals into French by Michel
Dimitri Calvocoressi, are charmingly short and pithy, and the music to which
Ravel has set them is, despite a vague Mediterranean flavor, pure Ravel -- the
kind of rich, modified-diatonic music that might to an uninitiated ear seem
"impressionist" but really has an objectivity of line and a clarity,
even thinness, of texture that marks it as something else altogether. The five
songs were composed from 1904 to 1906; Ravel later orchestrated two of them,
and the remaining three were orchestrated by another hand, making it possible
to perform the entire cycle in the concert rather than the recital hall.
1. Chanson de la mariée (Song of the Bride) Ξύπνησε πετροπέρδικα
2. Là-bas, vers église (Over by the Church) Κάτω
στον Άγιο Σίδερο
3. Quel galant m'est comparable
(Which Gallant Compares with Me) Ποιος ασίκης σαν και μένα
4. Chanson des cueilleuses de lentisques
(Song of the Lentisk Collectors) Μ´άγγελος είσαι, μάτια μου
5. Tout Gai! (Be Gay! -- these days often
translated less literally) Γιαρούμπι,Σμυρνέικο
In the first
song, a man asks his bride-to-be to arise and enjoy the morning with him; he
offers that the two might be married, so that their families might be as close
as they are. The music is moderately paced and is in G minor, though more often
than not Ravel leaves out the third and we hear only an open fifth. The piano
makes a quiet, arpeggiated rustle as the singer calls up a melody that over the
entire course of the song covers only the span of a minor sixth (from G up to E
flat) -- Ravel proves yet again that excess is not needed to create mood and
inflection.
The texture of
No. 2 is by comparison much stiller, but in the third song, a burst of machismo
during which the singer boasts of his manliness by virtue of sword and pistol,
we are treated to some rowdiness, both from the singer and from the
accompaniment.
You might
describe "Song of the Lentisk Collectors" as a cross between the
steady, registrally-shifting chords of the second song and the flowing
arpeggios of the first, though still that would but poorly describe the
happenings of this gentle, Lydian mode-inflected number. A raucous outburst
might be expected for the last song (it does bear the enthusiastic title
"Tout Gai!" after all), but that's not really Ravel's way, and he
keeps things plainly and firmly in check (the accompaniment, for instance,
remains at the piano dynamic throughout), even as the singer happily explains
how attractive the dancing legs are! Midway through the song the text dissolves
into a good-natured "tra la la" that takes us to the end.
Irma Kolassi,
greek mezzo of armenian-french origins, occupies a special place in
the hearts
of melomanes and in the history of singing. She was born in Greece in the 28th
of May 1918. She studied piano and singing in Athens and then in Santa Cecilia
Academy in Rome. After 1949 she moved to Paris and straight forward developed
an internationnal career (Europe and N. America) mainly focused on the refined
interpretation of French music (mostly Ravel, Debussy, Chausson,Faure etc. ),
oratorio and lied. She gave the world premieres of works by several french
composers (D.Milhaud, A. Honegger, H. Andrienssen). She is admired for her
soft, velvet timbre; her even, instrumental voice; her ability to construct
beautiful, long phrases; her impeccable diction and noble intonation; the
frugal use of artifacts. Kolassi has been honoured with the highest
distinctions of the French State and cultural institutions. She lived and
teached in Paris until the 28th of March 2012 .
Ίρμα Κολάση, ήταν Αρμενογαλλικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου
του 1918[1] και πέθανε στο Παρίσι στις 27 Μαρτίου του 2012, στα 94 της χρόνια.
Δεν εμφανίστηκε ποτέ σε μελοδραματική Σκηνή, αν και διέθετε όλα τα προσόντα. Έτσι,
οι πολλές και σημαντικές επιτυχίες της οφείλονται σε ρεσιτάλ, συναυλίες και
δισκογραφικές εμφανίσεις. Εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως η Ελληνίδα Βικτόρια ντε λος
Άνχελες.
Περισσότερα ΕΔΩ
Πέντε Ελληνικές Λαϊκές Μελωδίες
O
Μορίς Ραβέλ (Maurice Ravel, 1875-1937) συνέθεσε τις Πέντε ελληνικές λαϊκές
μελωδίες (Cinq Mélodies populaires grecques) για φωνή και πιάνο μεταξύ των ετών
1904 και 1906. Ο Ραβέλ γνώρισε τις ελληνικές αυτές μελωδίες από έκδοση που
κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1903, σε συνεργασία του γλωσσολόγου Hubert Pernot και
του συνθέτη Paul Le Flem. Πρώτη καταγραφή των παραδοσιακών αυτών τραγουδιών
πραγματοποιήθηκε από τον Pernot, που μετέβη ως μέλος επίσημης αποστολής του
γαλλικού Υπουργείου Παιδείας στην τουρκοκρατούμενη Χίο κατά τα έτη 1898 και
1899 και κατέγραψε 114 τραγούδια. Από αυτή τη συλλογή ο Ραβέλ επέλεξε τέσσερα
τραγούδια (Ξύπνησε Πετροπέρδικα, Κάτω στον Άγιο Σίδερο, Άγγελος είσαι μάτια
μου, Γιαρούμπι), προσέθεσε τη μελωδία Ποιος ασίκης και επεξεργάστηκε τις Πέντε
Ελληνικές Μελωδίες ως σύνολο.
Ο
Ραβέλ συνέθεσε κι ένα έκτο ελληνικό τραγούδι στα 1909, το «Τρίπατος»,
αφιερωμένο στην τραγουδίστρια Marguerite Babaϊan. Συνολικά ο συνθέτης
εναρμόνισε εννέα παραδοσιακές ελληνικές μελωδίες, οι τρεις εκ των οποίων δεν
εκδόθηκαν ποτέ και τα χειρόγραφά τους πιθανότατα χάθηκαν.
Στις
Πέντε ελληνικές λαϊκές μελωδίες υπάρχουν ευδιάκριτα τα ραβελιανά αρμονικά
στοιχεία που συμμαχούν με τον τυπικά λαϊκό χαρακτήρα των τραγουδιών. Ο συνθέτης
συνενώνει με ιδιαίτερη έμπνευση τους αρχαιοελληνικούς τρόπους που επιζούν στην
ελληνική δημοτική μουσική με τη δυτική αρμονία των ημερών του. Σύντομα στη
διάρκειά τους αλλά νευρώδη και με καθαρές μελωδικές γραμμές, τα τραγούδια αυτά
αποτελούν ιδιαίτερη πρόκληση για κάθε ερμηνευτή.
Ένα
μικρό αν και σημαντικότατο μέρος του έργου του Νίκου Σκαλκώτα, αποτελούν
τονικές και τροπικές συνθέσεις. Σ’ αυτές ανήκουν οι περίφημοι «36 ελληνικοί
χοροί για ορχήστρα», το λαϊκό μπαλέτο «Η θάλασσα» και ορισμένα ακόμη έργα, στα
οποία ο συνθέτης μ’ έναν ιδιαίτερα ξεχωριστό και προσωπικό τρόπο, εκθέτει
στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής παράδοσης. Οι συνθέσεις αυτές
γράφτηκαν κατά την τρίτη δημιουργική του περίοδο, στα χρόνια 1946-1949.
Το
1962, σε ώριμη πλέον ηλικία ο διακεκριμένος συνθέτης Γιάννης Κωνσταντινίδης,
αποσύρθηκε οριστικά από τον χώρο του μουσικού θεάτρου και της ελαφράς μουσικής,
στον οποίο, αν και βρισκόταν για βιοποριστικούς λόγους, διέγραψε μια εξαιρετική
πορεία.
Στην
περίοδο αυτή, ασχολήθηκε με το κλασσικό του έργο το οποίο εμπνεύστηκε από το
δημοτικό τραγούδι, εμπλουτίζοντας την Εθνική Σχολή με έργα απαράμιλλης
αισθητικής , ιδιαιτέρως αξιόλογους θύλακες μελωδιών της ελληνικής μουσικής
κληρονομιάς.
1. "Chanson
de la marié"
Awake, awake,
my darling partridge,
Open to the
morning your wings.
Three beauty
marks; my heart is on fire!
See the ribbon
of gold that I bring
To tie round
your hair.
If you want,
my beauty, we shall marry!
In our two
families, everyone is related!
2. "Là-bas,
vers l'église"
Yonder, by the
church,
By the church
of Ayio Sidero,
The church, o
blessed Virgin,
The church of
Ayio Costanndino,
There are
gathered,
Assembled in
numbers infinite,
The world's, o
blessed Virgin,
All the
world's most decent folk!
3. "Quel
Galant m'est comparable"
What gallant
compares with me,
Among those
one sees passing by?
Tell me, lady
Vassiliki!
See, hanging
on my belt,
My pistols and
my curved sword.
And it is you
whom I love!
4. "Chanson
des cueilleuses de lentisques"
O joy of my
soul,
joy of my
heart,
treasure which
is so dear to me,
joy of my soul
and heart,
you whom I
love ardently,
you are more
handsome than an angel.
O when you
appear,
angel so
sweet,
Before our
eyes,
Like a fine,
blond angel,
under the
bright sun,
Alas! all of
our poor hearts sigh!
5. "Tout
gai!"
Everyone is
joyous, joyous!
Beautiful
legs, tireli, which dance,
Beautiful
legs; even the dishes are dancing!
Tra la la, la
la la!