DIMITRIS DRAGATAKIS (1914 - 2001)
The Greek composer Dimitris Dragatakis was
born on 22 January 1914 in Platanousa, a remote, mountain village in Epirus,
and died in Athens at the age of 87 on 18th December 2001. His musical interest
was obvious from a very early age, using what nature provided, such as leaves
and stalks, to fashion instruments. Later he studied music formally at the
National Conservatory of Athens, with an interruption during World War II and
the ensuing civil war, completing his studies in 1955. For many decades he
played the viola in the orchestra of the Greek National Opera and taught violin
and music theory at the National Conservatory.
In the 1950s he took up musical
composition systematically, creating from that time to the end of his life more
than 130 instrumental, vocal, scenic and electronic works, with the main body
of his musical output consisting of orchestral and chamber music. He received
numerous awards and prizes for his work, the first being in 1958 from the Greek
Composers’ Union, followed by many others, such as the Maria Callas Award from
the Third Programme of the Hellenic Broadcasting Corporation in 1997 and the
prestigious G.A. Papaioannou Award from the Academy of Athens in 1999.
In March 2001 he was appointed lifelong
Emeritus President of the Greek Composers’ Union, having served as
Vice-President for the previous six years. The works of Dragatakis have been
performed in Greece and abroad, and many compositions of his have been
published and recorded.
Dimitris
Dragatakis studied music theory under Leonidas Zoras and Manolis Kalomiris, both composers who belong to the Greek National School of Composition.
Nevertheless his musical language was formed independently of his teachers,
based mainly on two elements: his close relationship with the Greek musical
tradition of his birthplace and his personal interest in the musical trends of
the mid-twentieth century. More specifically, Dragatakis has combined selective
elements of the musical traditions of Epirus (pentatonic scales, pedal notes,
glissandos, and other elements) with the contemporary music of his age (free
atonality, plain forms and rhythmic ostinatos, new instrumental combinations
and sound effects, all derived mainly from post-modernism and minimalism). In
this way a style of musical writing modern in concept but traditional in origin
was gradually formed, establishing a new relationship with Greek musical
tradition, unlike that of the Greek National School of Composition. As a whole
the music of Dimitris Dragatakis is both.
Little Ballad-Lorenda Ramou (piano)
Symphony No1-Bulgarian RTV Orchestra
Symphony No1-Bulgarian RTV Orchestra
Δημήτρης Δραγατάκης
Γεννήθηκε στην Πλατανούσα της Άρτας το 1914 και πέθανε στις
18 Δεκεμβρίου του 2001 στην Αθήνα. Άρχισε μαθήματα βιολιού σε ηλικία δεκαέξι
ετών με τον Γεώργιο Ψύλλα στο Εθνικό Ωδείο και αποφοίτησε το 1939. Από το 1949
ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης με τον Λεωνίδα Ζώρα και τον Μανώλη Καλομοίρη στο
ίδιο ωδείο (δίπλωμα σύνθεσης το 1955). Παράλληλα δίδασκε ο ίδιος βιολί στο
Εθνικό Ωδείο. Το ενδιαφέρον του για τις νεότερες τεχνοτροπίες εκδηλώθηκε χάρη
σε δική του πρωτοβουλία εντελώς ανεξάρτητα από τους δασκάλους του.
Με
προτροπή του Μ. Καλομοίρη στράφηκε στη βιόλα και αποτέλεσε, από το 1944 και για
μία εικοσαετία, μέλος της ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής. Το 1977 καταλαμβάνει τη
θέση του καθηγητή αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας και ενορχήστρωσης στο Εθνικό
Ωδείο από την οποία αποχωρεί το 1997. Ήταν αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής
του Εθνικού Ωδείου, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και Αντιπρόεδρος
της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Ο
κατάλογός του περιλαμβάνει πάνω από εκατό έργα για όλα σχεδόν τα είδη. Τα πρώτα
του χρονολογημένα έργα φέρουν την ημερομηνία 1957, περιλαμβάνονται όμως και
παλαιότερα έργα, χωρίς χρονολογία σύνθεσης. Σημαντικό μέρος της παραγωγής του
καταλαμβάνουν οι μεγάλες μορφές (έξι συμφωνίες, κοντσέρτα και κοντσερτίνα).
Ο
Δ. Δραγατάκης είχε επανειλημμένως τιμηθεί για το έργο του με πολλές διακρίσεις.
Το 1958 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών για το
Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 1, το 1960 στο διαγωνισμό σύνθεσης του Ελληνικού
Ιδρύματος Ραδιοφωνίας για το Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 3. Το 1964 το Κουϊντέτο για
ξύλινα πνευστά διακρίθηκε σε διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Το 1981
η Συμφωνία αρ.5 τιμήθηκε με το Α' Βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης του
Υπουργείου Πολιτισμού.
Το
1988 κατόπιν παραγγελίας του Δήμου Ηρακλείου γράφει το Κονσερτίνο για σαντούρι
και ορχήστρα, ένα εγχείρημα σύμπραξης μιας καθιερωμένης «κλασικής» μορφής με
ένα όργανο που φέρει έντονα τα παραδοσιακά ηχοχρωματικά και πολιτιστικά
χαρακτηριστικά. Άλλες σημαντικές παραγγελίες ήταν τα έργα Ωδή ΧΙΙΙ για φωνή και
μικρό σύνολο, για το έτος Κάλβου (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 1992) και
Κοντσέρτο για βιόλα και ορχήστρα (Μέγαρο Μουσικής, 1992).
Το
γεγονός ότι η σταδιοδρομία του ως συνθέτη ξεκίνησε σε σχετικά μεγάλη ηλικία
(40-42 ετών), όταν οι βασικές του κατευθύνσεις και η στάση ζωής του είχαν πλέον
κατασταλάξει, συνέβαλε στο να διατηρήσει μια έντονα ανεξάρτητη πορεία χωρίς να
«παρασυρθεί» από τις εκάστοτε μόδες των πρωτοποριακών ρευμάτων που κυριαρχούσαν
τις δεκαετίες του ?60 και του ?70. Ήδη το πρώτο του έργο (Κουαρτέτο εγχόρδων
αρ.1, 1957) φέρει τη σφραγίδα της ωριμότητας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
του προσωπικού του ύφους.
Η
μουσική του γλώσσα ενσωμάτωνε διδάγματα από το αρχαίο ελληνικό δράμα και τη
μελοποιία του ηπειρώτικου δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο ο Δραγατάκης δε
συμμετήχε στους προβληματισμούς της εθνικής σχολής καθώς υιοθέτησε εξ αρχής
σύγχρονα μέσα (Ζαλούχ, 1971) και πρωτοποριακές τεχνικές. Κύρια χαρακτηριστικά
του ήταν η απόλυτη ελληνικότητα της ταυτότητας του, που δεν καταφεύγει στο
φολκλόρ και η αμεσότητα επικοινωνίας που διεγείρει απόηχους από τις
ηχητικότητες της παράδοσης (Μυθολογία ΙΙΙ, 1985).
Ο
Γ. Λεωτσάκος, περιγράφοντας το ύφος του συνθέτη, αναφέρεται στον ελεύθερα
ατονικό χαρακτήρα της γραφής του, την άμεση αναγνωρισιμότητα του και την ποικιλία
των στοιχείων του: το ισοκράτημα, τη «στικτογραφία» (pointillisme), τη χρήση
μικρών μελωδικών κυττάρων που κάποτε θυμίζουν το δημοτικό τραγούδι, τα
μικροπερίοδα ρυθμικά οστινάτι, την εκφραστική και λειτουργική μελοπλασία του,
που ευνοεί ιδίως τα διαστήματα έβδομης και ένατης. Στα πιο πρόσφατα έργα του ο
Δραγατάκης μαλακώνει τα περιγράμματα των «μελωδικών» του γραμμών με λιγότερο
κατακερματισμένες φράσεις ενώ η εκφραστική του χειρονομία αποκτά ένα εύρος και
μια υποβλητική δραματικότητα, που, με την πάντα εύπλαστη μορφή της, αναφέρεται
σε ύφος και ήθος συγγενή με τις μεταρομαντικές τάσεις.