Κείμενο υποδοχής

If I had to choose between music, dance or photography, I would choose all three, for I am enchanted with music, thrilled by dance and redeemed by photography!
Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη μουσική, το χορό και τη φωτογραφία, θα επέλεγα και τις τρεις τέχνες. Η μουσική με μαγεύει, ο χορός με ενθουσιάζει και η φωτογραφία με λυτρώνει!...

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Aφιέρωμα στο Βασίλη Τσιτσάνη / Tribute to Vassilis Tsitsanis

Vassilis Tsitsanis
Vassilis Tsitsanis (18th January 1915–18th January 1984) the greatest composer, versifier and a masterly craftsman of bouzouki of the early years of Greece.

He was born in Trikala from Inlanders. Tsarouhas, his father, had a mandoline with which he played almost exclusively thievish songs of his country. Those were the first hearings of little Vassilis along with the byzantine psalmodies which he heard in church. At the age of 11 he loses his father and only then does the mandoline fall in his hands. - which in the meantime has been converted into a bouzouki.
During his junior-high school years he also learns violin, taking part with it in local events. The bouzouki, however, even though it isn't worthly considered in the small local society, draws his attention more. He composes his first songs at the age of 15. In the ends of 1936 he comes to Athens in order to study Law.

He works in taverns in order to fill his income. In one of them he meets the singer Dimitri Perdikopoulo who takes him to a record company. He records for the first time in 1937, but the main part of his pre-war records is accomplished the following years. The "Arhontissa" is the most famous song he records then but with songs like "Na giati girnao", "Gia auta ta maura matia sou" and many more which are sung by Stratos Pagioumtzis, Stellakis Perpiniadis, Keromitis and Markos Vamvakaris find position in discography. With these songs Tsitsanis introduced a new form of the Popular song which interests a limited number of audience. With these songs he responses to censorship of the Metaxian dictatorship which forbids so much the songs of the rembetical marginals as the obvious eastern melodies...
Read more Official website of Vassilis Tsitsanis

"Συννεφιασμένη Κυριακή" (εισαγωγή)-Πρόλογος (από τον Β.Τσιτσάνη)-"Το μινόρε του Τσιτσάνη" (με τον Β.Τσιτσάνη στο μπουζούκι. Συμμετέχει ο Μ.Χιώτης, και πιθανόν, να παίζει κιθάρα με χορδές μπουζουκιού)


Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσικός Αύγουστος 1983
Βασίλης Τσιτσάνης (18/1/1915 - 18/1/1984) ο μεγαλύτερος Έλληνας δημιουργός του λαϊκού τραγουδιού.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο - το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά. 

Θεοδωράκης-Τσιτσάνης Μουσικός Αύγουστος 1983
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ' αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η "Αρχόντισσα" είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ' αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα "Να γιατί γυρνώ", "Γι 'αυτά τα μαύρα μάτια σου" και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών. Μ' αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. 

Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. "Αχάριστη", "Μπαξέ τσιφλίκι", "Τα πέριξ", "Νύχτες μαγικές", "Ζητιάνος της αγάπης", "Ντερμπεντέρισσα" και βέβαια τη "Συννεφιασμένη Κυριακή". Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα έπρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ' αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους - που κάποτε είναι...τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή - δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά......

......Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια...
Διαβάστε περισσότερα στην επίσημη ιστοσελιδα του Βασίλη Τσιτσάνη

''Συννεφιασμένη Κυριακή''-Ε.Μπουντούνης & Μ.Ραζή


Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, Βασίλης Τσιτσάνης
 Του Γιώργου Παπαχρίστου, Τορόντο, Καναδάς
Δημοσίευση στην εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ"

Ήταν και οι δυο τους φτωχόπαιδα από πολυμελείς οικογένειες από την περιφέρεια. Τα παιδικά τους χρόνια όχι και τόσο ευχάριστα. Φτωχικά για τον Βασίλη Τσιτσάνη, δραματικά και τραυματικά για τον Λούντβιχ Μπετόβεν. Ο Βελγικής καταγωγής παππούς του Μπετόβεν, Λουί, μετακόμισε στη Βόννη όπου διορίστηκε μουσικός στην αυλή του Εκλέκτορα. Ο Πατέρας του Τσιτσάνη μετακόμισε στα Τρίκαλα από την Ήπειρο γιατί είχε περισσότερη δουλειά ως τσαγκάρης τσαρουχάς.
Στα 14-15 χρόνια τους, ο Λούντβιχ Μπετόβεν έπαιζε τσέλο στην ορχήστρα του Εκλέκτορα της Βόννης ενώ ο Βασίλης Τσιτσάνης έπαιζε βιολί με το “Τρίο Μπαρόνι” στους βουβούς κινηματογράφους των Τρικάλων, . Στα 21 τους χρόνια έφυγαν από τη γενέτηρά τους για σπουδές και το μεγάλο ταξίδι της ζωής τους. Ο Μπετόβεν εγγράφεται στο φιλολογικό τμήμα του πανεπιστημίου της Βόννης αλλά μετά από μερικά μαθήματα το εγκαταλείπει και φεύγει για τη Βιέννη για να βελτιώσει τις μουσικές του γνώσεις.......

.......Σύγκριση του έργου των δύο μεγάλων δημιουργών δεν μπορεί να γίνει αλλά μόνο ένας ελεύθερος και συγκρατημένος παραλληλισμός που ξεκινάει από την παρουσία τους στην τέχνη σε διάφορα ηλικιακά στάδια της ζωής τους αλλά και τη στάση τους απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της εποχής τους, μέχρι το βαθμό και την διάρκεια της επιρροής που είχαν στους συγχρόνους αλλά και έχουν ακόμη στους μεταγενέστερους δημιουργούς, ο μεν Βασίλης Τσιτσάνης στον κόσμο του Ελληνισμού ο δε Λούντβιχ Μπετόβεν σε οικουμενικό επίπεδο.
Εμείς είμαστε οι τυχεροί αποδέκτες των επαναστατικών μουσικών δημιουργιών τους που σκάλισαν ο μεν ένας επάνω στα κλειδιά του πιάνο και ο δε άλλος στην ταστιέρα του ταπεινού και περιφρονημένου ως τότε μπουζουκιού.
Ολόκληρο το άρθρο  ΕΔΩ 

"Νυχτερινό παλιού πάθους" Πρόκειται για το τραγούδι "Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ" διασκευασμένο από τον Στ.Ξαρχάκο. Το αποκορύφωμα της ενορχήστρωσης! (περιέχεται στο δίσκο "Τσιτσάνη διάλογοι". Αξίζει να τον αποκτήσετε)

"Όταν χόρευε η Φρίντα" Πρόκειται για το τραγούδι "Τρικαλινή τσαχπίνα" διασκευασμένο από τον Στ.Ξαρχάκο (περιέχεται στο δίσκο "Τσιτσάνη διάλογοι")



Απόσπασμα από την ομιλία του ΜΑΝΟΥ  ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ στα Ανώγεια της Κρήτης τον Αύγουστο του 1981
 "… όσο για τον Τσιτσάνη με τα τραγούδια του οποίου θα τελειώσει η αποψινή συναυλία όλοι σας ξέρετε το όνομα του.
Μα είμαι βέβαιος πως πολλοί λίγοι από εσάς γνωρίζετε τη μυθολογία του και αληθινή σημασία των τραγουδιών του.
Γιατί ο Τσιτσάνης παιδί των υπόγειων ρευμάτων , της μαγκιάς και της ρεμπετοσύνης,  έχοντας μια βυζαντινή παιδεία από την ψαλτική που έκανε στο χωριό του ξάπλωσε απ΄ άκρου εις  άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό. Ερμήνευσε την τάση για φυγή που διαπερνούσε τον ελληνισμό «θα πάω εκεί στην αραπιά» όταν και το ταξίδι μες τη χώρα ήταν αδύνατο.
Κι όταν η χώρα μας ακριβώς επιχειρούσε την αυτογνωσία της, ο Τσιτσάνης πρωτοτραγούδησε το ανικανοποίητο των Ελλήνων εφήβων :

Κουράστηκα για να σε αποχτήσω Αρχόντισσα μου μάγισσα τρελή

Και αυτά με τη θρησκευτικότητα ενός διασωσμένου βυζαντινού μέρους.
Ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος, τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος".

"Θα πάω εκεί στην Αραπιά" σε διασκευή του Μ.Χατζιδάκη από το δίσκο "Ο σκληρός Απρίλης του '45"


Ο Ντίνος Χρισταινόπουλος έγραψε:
Κανείς δεν μίλησε για τις γυναίκες όπως αυτός. Τις αγάπησε και τις αποκάλεσε: μάγισσες, τρελές, αχάριστες, ψεύτρες, σκληρόκαρδες, σατράπισσες, δαιμονισμένες, παλιοκόριτσα, κακούργες, μαύρες ψυχές, ασυλλόγιστες, μπαμπέσες, παμπόνηρες, σκάρτες, μαγκιόρες, αλλά και αρχόντισσες, μαργιόλες, φίνες, μεθυστικές, μποέμισσες, τσαχπίνες, γόησσες, νοστιμούλες, πεταχτές, κουκλίτσες, λάγνες, ερωτιάρες, ονειρεμένες, νεράιδες, αγαπούλες. Έγραψε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τον «εθνικό ύμνο των Νεοελλήνων», αλλά και την «Αρχόντισσα», που είναι εμβληματικό τραγούδι στην ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού.
Συνέχεια εδώ (Ως3)

"Αχάριστη" με την Ι.Γεωργακοπούλου, Στ.Περπινιάδη και Β.Τσιτσάνη (πρώτη εκτέλεση)

"Σεράχ" με την Π.Πάνου, Μαραγκόπουλο και Τσίγκο (Ζωντανή ηχογράφηση σε διασκευή Στ.Ξαρχάκου από το "Αμήν Αμάν")

"Γκιουλ Μπαχάρ" με τη Μ.Σουλτάτου, Μαραγκόπουλο και Τσίγκο (Ζωντανή ηχογράφηση σε διασκευή Στ.Ξαρχάκου από το "Αμήν Αμάν")

"Αρχόντισα" με τον Στρ.Παγιουμτζή και  Στ.Περπινιάδη (πρώτη εκτέλεση)

Η Αριστούλα Ελληνούδη έγραψε:
Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια - ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Άλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου και παραθέτει γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε "αντιστασιακά " έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».
Συνέχεια εδώ(Ως3) 

"Οι φάμπρικες" με τον Στρ.Παγιουμτζή, Μ.Νίνου και Β.Τσιτσάνη (πρώτη εκτέλεση)

"Κάνε λιγάκι υπομονή" Εκπληκτική ερμηνεία από τον Γρ.Μπιθικώτση και την Κ.Γκρέϋ(δεν κυκλοφορεί σε δίσκο)

Η Μαρίζα Κωχ είπε: « Αν είσαι τραγουδιστής, λέγοντας τα τραγούδια του Τσιτσάνη, μεθάς, αποκτάς συνείδηση του ιδιαίτερου βάρους που έχει η τέχνη σου σ’ αυτή τη χώρα. Αν είσαι ακροατής των τραγουδιών του Τσιτσάνη, χορεύεις, αφού δεν μπορείς να πετάξεις».

Δείτε από το αρχείο της ΕΡΤ ΕΔΩ και ΕΔΩ

Συννεφιασμένη Κυριακή με την Μελίνα Μερκούρη (Στίχοι: Β.Τσιτσάνη-Αλ.Γκούβαρη)


"Συννεφιασμένη Κυριακή" Η πρώτη αυθεντική ηχογράφιση με τον Πρ.Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου


Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου, που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή, στιγμή δεν ησυχάζω. Μαύρη μου κάνεις τη ζωή και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή, που ‘χασα την χαρά μου. Συννεφιασμένη Κυριακή, ματώνεις την καρδιά μου.

Overcast Sunday, you resemble my heart that's always cloudy, Christ and Holy Mary.
 When I see you rainy, I can't rest for a moment. You dull my life, and I sigh heavily.
 On a day like this I lost my joy. Overcast Sunday, you bleed my heart.

Domingo nublado, Te pareces a mi corazón Que tiene siempre nubes, Cristo mío y Virgen mía.
Cuando te veo lluvioso, No estoy tranquilo un momento. Me haces negra la vida, Y suspiro con pesadez.
Eres un día como este, En el que perdí mi alegría. Domingo nublado, Haces sangrar mi corazón.

"Βράσε τη ρούμπα και το σουίνγκ" Άγνωστο τραγούδι του Τσιτσάνη. 
Τραγουδούν Τσαουσάκης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης


Τα ωραία του Τσιτσάνη/Ta orea tou Tsitsani


5 σχόλια:

  1. Καλημέρα Χρήστο.
    Άρχοντας ο Τσιτσάνης!
    Ωραίο αφιέρωμα... Ενδιαφέρουσες παραπομπές.
    Πολύ θα ήθελα να ακούσω κάποτε τα 2 "αντιστασιακά" του τραγούδια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τώρα που ασχοληθηκα σε βάθος με τον Τσιτσάνη, κατάλαβα πως είναι άρχοντας! Δυστυχώς, Γιώργο, δεν μπόρεσα να βρώ τα αντιστασιακά τραγούδια, παρ΄όλο που προσπάθησα. Καλή εμβομάδα!

      Διαγραφή
  2. μπράβο Χρήστο. Να συμπληρώσω πως το κομμάτι Κάνε λιγάκι υπομονή με την Καιτη Γκρευ υπάρχει μέσα στο σιντί του Σαββόπουλου Ζητω το ελληνικο τραγουδι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αχ βρε Λουκία, μπράβο για τη παρέμβασή σου! Και να φανταστείς ότι, έχω το cd και αγνοούσα την ύπαρξη του τραγουδιού και τη μεταφορά του εδώ, την έκανα από ένα youtube.

      Διαγραφή