Franz Berwald (1796-1868)
Discography Amazon
Other biography Wikipedia
Biography by Wayne Reisig
Franz Berwald was one of the seminal composers of the first half of the nineteenth century, a precursor of the Scandinavian symphonic school which would come to fruition a half century later. Yet as a musician in his native Sweden he labored in obscurity and was forced to make a living in such nonmusical fields as glassblowing, lumbering, orthopedics, and physical therapy.
Berwald was born in Stockholm. His father, a German orchestral violinist, imparted some training on his son, but Franz was largely self-taught. At 16 he joined the Royal Opera Orchestra and began to compose. His Grand Septet for Clarinet, Bassoon, Horn and String Quartet was premiered in 1828; already a pattern was set, for that idiosyncratic work met with indifference from Swedish audiences.
Berwald spent some time in Norway, then went to Berlin to study music further. From there he went to Vienna where he found an audience for his work. There his opera Estrella di Soria was performed to acclaim. In 1841, he married in that city and the following year produced his First Symphony, "La Serieuse." That same year he returned to Sweden only to find that his reputation had not preceded him. Nonetheless he continued to compose, turning out operas and three more symphonies: No. 2 ("La Capricieuse"), No. 3 ("La Singuliere"), and No. 4.
Failed performances induced Berwald to go abroad again, unsuccessfully to Paris where he received no performances, and to Vienna where once again he found an appreciative audience for his opera A Swedish Country Betrothal. It was ironic then that in his homeland he obtained neither the post of music director at Uppsala University nor that of court conductor.
Read more / Source: Allmusic Φραντς Μπέρβαλντ (1796-1868) Franz Adolf Berwald
Σουηδός συνθέτης
Ο Φραντς Μπέρβαλντ (Franz Berwald) υπήρξε ένας από τους πλέον παραγωγικούς συνθέτες του πρώτου μισού του δέκατου ενάτου αιώνα, ένας πρόδρομος της σκανδιναβικής συμφωνικής σχολής, η οποία θ' αποδώσει καρπούς μισόν αιώνα αργότερα. Ωστόσο, ως μουσικός στην πατρίδα του τη Σουηδία, εργάστηκε στην αφάνεια και αναγκάστηκε για να επιζήσει, να ασκήσει τελείως άσχετα με τη μουσική επαγγέλματα όπως του υαλουργού, του υλοτόμου, του πρακτικού ορθοπεδικού, και του φυσιοθεραπευτή.
Ο Berwald γεννήθηκε στη Στοκχόλμη. Ο πατέρας του, ένας Γερμανός βιολιστής ορχήστρας, παρείχε κάποια εκπαίδευση στο γιο του, αλλά ο Φραντς ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Στα 16 του χρόνια έγινε μέλος της Ορχήστρας της Βασιλικής Όπερας και άρχισε να συνθέτει. Το «Μεγάλο Σεπτέτο του για κλαρινέτο, φαγκότο, κόρνο και κουαρτέτο εγχόρδων» έκανε πρεμιέρα το 1828 αλλά, τα σχέδιά του για το ιδιοσυγκρασιακό αυτό έργο αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία από το σουηδικό κοινό.
Ο Μπέρβαλντ έζησε για λίγο καιρό στη Νορβηγία και στη συνέχεια πήγε στο Βερολίνο για να σπουδάσει σοβαρά πλέον μουσική. Από εκεί πήγε στη Βιέννη, όπου βρήκε κοινό για τα έργα του. Η όπερα του «Estrella di Soria” έτυχε εκεί μιας κάποιας αναγνώρισης. Το 1841, παντρεύτηκε στην πόλη αυτή και την επόμενη χρονιά παρουσίασε την πρώτη του Συμφωνία, «La Serieuse». Την ίδια χρονιά επέστρεψε στη Σουηδία για να διαπιστώσει ότι η φήμη ως συνθέτη δεν είχε προηγηθεί της άφιξής του στην πατρίδα του. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να συνθέτει, γράφοντας όπερες και τρεις συμφωνίες: Αρ. 2 ("La Capricieuse»), αρ. 3 ("La Singuliere"), και αριθ. 4.
Οι αποτυχία των παραστάσεων και των συναυλιών ανάγκασαν τον Berwald να φύγει ξανά στο εξωτερικό, ανεπιτυχώς στο Παρίσι, όπου δεν έδωσε καμία παράσταση, και στη Βιέννη, όπου για άλλη μια φορά βρήκε ένα εκδηλωτικό κοινό για τα έργα του. Ήταν ειρωνικό διότι στην πατρίδα του τότε, δεν απέκτησε ούτε τη θέση του μουσικού διευθυντή στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ούτε του αρχιμουσικού της σουηδικής Αυλής.
Επιτέλους, στα εξήντα του, οι περίοδοι του μουσικού αποκλεισμού τελείωσαν και αναγνωρίστηκε στη Σουηδία. Ανέβηκε η όπερά του «Estrella di Soria» και άρχισαν να τυπώνονται προγενέστερα έργα του. Έγινε δεκτός στην Σουηδική Ακαδημία και έκανε καθηγητής της έδρας σύνθεσης το 1867. Αλλά, δυστυχώς, ο Μπέρβαλντ ασθένησε σοβαρά από πνευμονία το επόμενο έτος υπέκυψε.
Όπως ο σύγχρονός του Έκτωρ Μπερλιόζ, ο Berwald ήταν οραματιστής. Προτίμησε να χρησιμοποιεί καθιερωμένες μορφές στην τέχνη που περιέχουν έναν μοναδικό τρόπο σκέψης. Οι τέσσερις συμφωνίες του (1842-1845) είναι ιδιαίτερα σημαντικές, δεδομένου ότι είναι οι πρόδρομοι των έργων του Φιλανδού Γιαν Σιμπέλιους και του Δανού Καρλ Νίλσεν. Ως εκ τούτου, ο συνθέτης αυτός υπήρξε ένας από πους σπουδαιότερους της πρώιμης περιόδου του Ρομαντισμού.
Μετάφραση-προσαρμογή κειμένου από τον φίλο Thomas Katsavakis. Τον ευχαριστώ πολύ!
Discography Amazon
Other biography Wikipedia
Swedish Wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου