If I had to choose between music, dance or photography, I would choose all three, for I am enchanted with music, thrilled by dance and redeemed by photography! Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη μουσική, το χορό και τη φωτογραφία, θα επέλεγα και τις τρεις τέχνες. Η μουσική με μαγεύει, ο χορός με ενθουσιάζει και η φωτογραφία με λυτρώνει!...
during that time, the most thriving branch of pelasgian oak
was covering
three house settlements about the mysterious rock of the Akropolis however, after the dramatic events of Mesopotamia, which led to the eviction of "the ones that
were created first", from the valley of the Tiger (river) and caused confusion within the "mental
constitution" of human beings, the house-settlements of Athens, began to increase
unreasonably. (the) result (that) existed was the "by leaps
and bounds" expansion of the city and the creation of the so-called "tounsman",
which by the "ancient-strikken" historians "achieved great things" and "got
cloaked" (with) the "glamour" of eternity.
bishops and chieftains conquerors and "victorious army
commanders" revolutionists and bourgeois history's customers.
however, the "ancient Gods", by their
solicitude for the rest (of the) pelasgian tribes, decided (on) the gradual collapse of Athens as
"head city" and the exoneration of Hellenism, as (an) ethnic
whole, anymore, out of the danger of centralization.
during the next long aeons adequate efforts were "shot" for the
revival of the old "cityfolk", nonetheless these turned out unproductive. fortunately indeed, because during the latest and
hardest ordeal of the nation, the "de novo" sovereignty of Athens,
would weaken the mountaintops and the valleys of the pelasgian earth, which, formed the final phusiognomy of the tribe
and (which) preceded through (an)
"ever-shining" light, the foggy horizons of the apprehensive humankind
at Souli and at Alamana we "generated" light, from calamity will they remember us "on the off
chance", mother, at times?
futile hope. noone of them remembered as
"eternity living", noone of them comprehended within their real
dimensions. and Athens, (once it was) established (as) the
capital of (a) "newly-built" state, (they) began to prepare for the "de novo"
absorption of the nation's vitality nevertheless, the ancestral heritage had not been
entirely wasted and the succeeding brothers of little Hormopoulos, originating from the Epirotic Mountains and from all the passages of the immortal homeland, sailed across the Aherousian (lake) of their fate, with the serenity of martyrdom and of sacrifice and the barbaric nations wondered and particularly tittered - exactly the same as Athens.
strike the wrath's, (you) prophets bell, at Kessariani (for) to come tonight the Distomites to come also the Kalavritini with laceration and despair for their lost sacrifice.
"is is possible then", (that) it is true
that, their sacrifice "ended up" (being) in vain noone is able to declare with certainty and noone
is able to anticipate the future because, the human beings'
(hi)story is one continuous retrogression. however, with the constant voluminous hypertrophy
of Attika perspectives "give the impression" (of
being) dark. the ancient Gods do not exist anymore so as to give
the solution and thus, sooner or later, Athens will gather in its "confines" and
will eliminate for ever the Hellenic virtue, as Cronus in the farthermost
past devoured his very own offsprings or, as the Helios
in the farthermost future will gather in its embrace its planets and will
gulp them! So be it! and for ever and ever, amen.
when will these lands blossom? when will novel human beings come to escort stupidity to its "resting place" ?
Ελλαδογραφία
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη και μοναδική εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης
Δίσκος:Βινύλιο "ΝΟΤΟΣ 3904" ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ (Μουσική και τραγούδια της
Φθοράς και του Ονείρου) ~1980.
CD "ΝΟΤΟΣ 3904 - LYRA
Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος
κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου
της Ακροπόλεως. Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα
οποία οδήγησανεις την έξωσιν των πρωτοπλάστων
εκ της κοιλάδος του Τίγρεως καιπροεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι
οικισμοίτων Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται
παραλόγως. Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και
η δημιουργίατου λεγομένου άστεως, το οποίο κατά
τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούςμεγαλούργησε και
περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.
Επίσκοποι και προεστοί κατακτητές και στρατηλάτες επαναστάτες και αστοί της ιστορίας οι πελάτες.
Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα
πελασγικάφύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία
κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδοςπόλεως και
την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους
μακρούς αιώνας κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού
άστεως,αλλ' αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε,
διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαντου γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής
και κατηύγασανδι' ανεσπέρου φωτός τους
ομιχλώδεις ορίζοντας τηςπεριδεούς ανθρωπότητος.
Στο Σούλι και στην Αλαμάνα κάναμε φως τη συμφορά θα μας θυμούνται τάχα μάνα καμμιά φορά;
Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζώσας αιωνιότητας, ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των
διαστάσεις. Και αιΑθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα
νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν ναπροετοιμάζονται
δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους. Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου
σπαταληθή καιοι μεταγενέστεροι αδελφοί του
μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικώνορέων και
εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν τηνΑχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και
της θυσίας. Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ' ιδίαν
εκάγχασαν- ακριβώς όπωςαι Αθήναι.
Χτυπάτε της οργής προφήτες καμπάνα στην Καισιαριανή νά 'ρθουν απόψε οι Διστομίτες νά 'ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί με σπαραγμό κι απελπισία για τη χαμένη τους θυσία.
Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω; Ουδείς δύναται να αποφανθεί μετά βεβαιότητος και ουδείς
δύναται ναπροεξοφλήσει το μέλλον διότι η
ιστορία των ανθρώπων είμαι μίασυνεχής
παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν τηςΑττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί
δενυπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και
ούτω, θάττον η βράδιον,αι Αθήναι θα
συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν διαπαντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον
παρελθόνκατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο
Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θασυγκεντρώσει εις
τας αγκάλας του τους πλανήτας τουκαι θα
καταβροχθίσει αυτούς! Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Πότε θ' ανθίσουνε τούτοι οι τόποι; Πότε θα 'ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι να συνοδεύσουνε την βλακεία στην τελευταία της κατοικία;
Who is playing Beethoven when the world dies of hunger?
by Miguel Angel Estrella
(The symbol of liberty of all artists and intellectuals of Latin America)
When we play music, we are telling, sometimes even unconsciously, some things. In front of an audience which, for example, has never seen in his life a piano or a clarinet, the first contact with music is a revelation, a kind of divine communion between music and those people.
For 20 years, somewhere in New York or London, a concert organizer told me: "It is not necessary to completely give yourself every time you perform, unless you do it in big cities." He suggested playing 250 times a year and I told him that for me this is completely impossible. Each concert for me is a huge emotional and physical test. After every concert I need three days of work and normal life with my piano. He replied: "But all this is very simple. You are consumed only in the big cities. In the rest you simply put the machine into operation."
Sometimes when we play, we are in such a state of hypersensitivity, that new ideas come to mind, which are born by the presence of the public. So for some projects primarily emotionally charged, such as romantic or dramatic repertoire of Beethoven sonatas, only after we play them in front of the public at least twenty times, we begin to find this peaceful, yet passionate musical expression line. In prisons or in front of villagers, we often happen to be playing the same piece many times, something that doesn’t happen in concerts. At that time, we need to look to find the image corresponding to the music, creating a moment, a moment of intense communion. In the prison of Bomet, in Marseille, I was playing a piece of J.S.Bach, and one prisoner said he felt that he was elsewhere, that he traveled with that music and that was in Switzerland, a country that left him completely indifferent. Behind him he saw a castle, not even that interested him, and in front of him there was a lake. This lake acquired great importance to his eyes, because of the water color, a color that till now he had never seen before. Another said: "I was somewhere else too; I was sitting on the banks of the river where the water flowed peacefully." Another simply said: "It's raining." But I didn’t speak for all my own, personal impressions at all. I just played the same song three times. A little later, I pulled my score, where I had noted my first impression when I read this particular project. I note: The water that flows gracefully.
One day a prisoner told me about one, obviously commercial, music track. I asked him what this music was telling. And he said: "It is called A Letter to my mother." So I asked him “Do you want me to play a letter to your mother?”-“Of course” he said. –“How is your mother?”- “She is very nice. She is a woman full of love.”
I played him one nocturne of Gabriel Fore. The prisoners listened to it in absolute silence and asked me to play it again.
The conservatories professors do not insist enough on this aspect of direct communication of music. They are concerned mainly with the technical perfection and practice with the metronome but they forget the most important thing, which is the breath of sounds, the flare, the energy that everyone should find in his body in order to be able to better convey every emotion. Music awakens many things in us and this revelation can be a massive experience.
Recently, in Antib there were many young people. I told them: "I can give you a typical concert if you want, or a concert with whatever you ask me of." They yelled: "We want orders". Some asked me with great comfort: "What is love for you, musically?" I played Schumann and Brahms. And then: "What is trembling, agitation, for you?" And I played the Ninth Etude by Chopin. "What is death, desire?" How wonderful was this cycle of human emotions! But neither I nor did they wanted to leave.
I believe that we musicians, artists, intellectuals are usually very generous. We need human contact and we need to give. Though, people around us, slowly (and depending on the job process) sets hard constraints on us, mostly material ones. And then, it is difficult to reconcile this sensitivity with the care for our career. It is now almost fashionable to play in favor of human rights, provided, of course, that the event will get as much publicity as possible. Or playing for the refugees provided we do it in front of all televisions in the world.
When we went to Chile, at the time of the dictatorship of General Pinochet, in the slums of Santiago or outdoors, we felt that we offered something. We were not talking about human rights because we would be chased. But we were talking about Beethoven, his life, playing some pieces and for all the dreams that he made for the French Revolution. I played Chopin and spoke about the exile of this Polish composer, and all these were so much attached to the Chilean public life, that the audience was shouting. And they all left the concert saying: "We must restore democracy!"
I met a Latin-American farmer, who was talking of how he understood the life of Bach. He was in love with a music that he had never heard. He didn’t know who Bach was and thought he was a contemporary of northern Argentina. This man was telling a thousand people in a sugar factory about the path that he followed to discover the music of Bach, until he finally learned that Bach did no longer live these days and he was an exquisite musician. He gave a completely different speech from what we did in the conservatory. For him, Bach was a broher, a man of flesh and bones with the courage to face the world's problems, but above all, he was a militant person, with his family, with his religious beliefs trying to experience them as fully as possible without caring if the church authorities liked that, particularly in a time when musicians were slaves. He talked about how important was folk music to Bach. I, that had to spend three years of my life studying him, never thought about it.
I strongly disagreed with the Latin American intellectuals who argued: "And what good is it to play Beethoven when people are hungry?" And I answered: "But when they listen to Beethoven, their lives change. And we ourselves change." The day will come when they will all become supporters of their culture, when they sense it in all its beauty. It will be one way to confront this consuming music that invades the whole planet.
Short Biography
The Argentinean pianist, Miguel Ángel Estrella, was born in the province of Tucumán. The name of his paternal grandfather was Nashem (English Najem, which means ‘Estrella’ (Spanish) 'Star' (English) in Arabic). When his immigrant grandparents came to Argentina, the Immigration official asked his name and his grandfather simply noted the sky several times, without saying a word. The official hesitated a few seconds and then ordered: "Put it Estrella”. Miguel Angel Estrella began playing the piano at the age of 12 in his hometown, San Miguel de Tucumán. He completed his secondary education at the Gymnasium of the UNT. From age 18 he studied at the Conservatorio Nacional (National Conservatory) of Buenos Aires. Later he studied in Paris (France) where he was a pupil of Marguerite Long and Nadia Boulanger, among others.
Ποιος παίζει Μπετόβεν όταν ο κόσμος πεθαίνει της πείνας;
του Miguel Angel Estrella
Όταν παίζουμε μουσική διηγούμαστε, μερικές φορές και ασυνείδητα ακόμη, κάποια πράγματα. Μπροστά σε ένα κοινό το οποίο, για παράδειγμα, δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του πιάνο ή κλαρινέτο, η πρώτη επαφή με τη μουσική είναι μια αποκάλυψη, ένα είδος θείας κοινωνίας μεταξύ της μουσικής και των ανθρώπων αυτών.
Εδώ και 20 χρόνια, κάπου στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο, ένας διοργανωτής συναυλιών μου είπε: "Δεν είναι απαραίτητο να δίνεσαι ολοκληρωτικά κάθε φορά που παίζεις, εκτός κι αν παίζεις σε μεγάλες πόλεις". Μου πρότεινε να παίζω 250 φορές το χρόνο κι εγώ του είπα ότι κάτι τέτοιο για μένα είναι τελείως αδύνατο. Κάθε συναυλία είναι για μένα μια τεράστια συναισθηματική –αλλά και σωματική- δοκιμασία. Μετά από κάθε συναυλία έχω ανάγκη από τρεις μέρες καθημερινής ζωής και εργασίας με το πιάνο μου. Μου απάντησε: "Μα όλα αυτά είναι πολύ απλά. Καταναλώνεσαι μόνο στις μεγαλουπόλεις. Στις υπόλοιπες βάζεις απλά τη μηχανή σε λειτουργία".
Καμιά φορά όταν παίζουμε βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση υπερευαισθησίας που έρχονται στο μυαλό μας νέες ιδέες που γεννιούνται από την παρουσία του κοινού. Έτσι για μερικά έργα κατ’ εξοχήν συγκινησιακά φορτισμένα, όπως για παράδειγμα το ρομαντικό ρεπερτόριο ή οι δραματικές σονάτες του Μπετόβεν, μόνο αφού τα παίξουμε μπροστά στο κοινό καμιά εικοσαριά φορές τουλάχιστον, αρχίζουμε να βρίσκουμε αυτή τη γαλήνια και συνάμα γεμάτη πάθος γραμμή μουσικής έκφρασης. Στις φυλακές ή μπροστά σε χωριάτες, πολύ συχνά τυχαίνει να παίζουμε το ίδιο κομμάτι πολλές φορές, κάτι που δεν γίνεται στις συναυλίες. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την εικόνα που αντιστοιχεί στη μουσική, μια στιγμή δημιουργίας, μια στιγμή έντονης μέθεξης. Στη φυλακή των Μπωμέτ, στη Μασσαλία, έπαιζα ένα κομμάτι του Γ.Σ.Μπαχ, και ένας κρατούμενος είπε ότι αισθάνθηκε ότι βρισκόταν αλλού, ότι ταξίδευε με τη μουσική αυτή και ότι βρέθηκε στην Ελβετία, μια χώρα που τον άφηνε εντελώς αδιάφορο. Πίσω του έβλεπε ένα κάστρο, που ούτε κι αυτό τον ενδιέφερε, και μπροστά του υπήρχε μια λίμνη. Αυτή η λίμνη αποκτούσε στα μάτια του μεγάλη σπουδαιότητα εξ αιτίας του χρώματος του νερού, ένα χρώμα που μέχρι τώρα δεν είχε ξαναδεί. Ένας άλλος μου είπε: "Κι εγώ βρισκόμουν αλλού, ήμουν καθισμένος στην όχθη του ποταμού όπου το νερό κυλούσε γαλήνια". Ένας άλλος απλά σχολίασε: "Βρέχει". Κι όμως δεν τους είχα καθόλου μιλήσει για τις δικές μου, τις προσωπικές εντυπώσεις, απλά έπαιξα το ίδιο κομμάτι τρεις φορές. Λίγο αργότερα ανέσυρα την παρτιτούρα μου, όπου είχα σημειώσει τις πρώτες μου εντυπώσεις όταν διάβαζα το συγκεκριμένο έργο. Είχα σημειώσει: Το νερό που κυλά γαλήνια.
Μια μέρα ένας κρατούμενος μου μίλησε για ένα, εμπορικό προφανώς, μουσικό κομμάτι. Τον ρώτησα για τί μίλαγε η μουσική αυτή. Και μου είπε: "Ονομάζεται Γράμμα στη μητέρα μου". Τον ρώτησα λοιπόν θες να παίξω ένα γράμμα στη μητέρα σου; -Και βέβαια. –Πως είναι η μητέρα σου; -Είναι πολύ καλή. Είναι μια γυναίκα γεμάτη αγάπη.
Του έπαιξα ένα νυκτερινό του Γκάμπριελ Φωρέ. Οι κρατούμενοι το άκουσαν σε απόλυτη σιγή και μου ζήτησαν να το επαναλάβω.
Οι καθηγητές των ωδείων δεν επιμένουν αρκετά πάνω σε αυτή την πτυχή της άμεσης επικοινωνίας της μουσικής. Τους απασχολούν κυρίως η τεχνική τελειότητα και οι ασκήσει με τον μετρονόμο και ξεχνούν το βασικό, που είναι η ανάσα των ήχων, η έξαρση, η ενέργεια που πρέπει καθένας να βρει μέσα στο κορμί του για να μπορέσει καλύτερα να μεταδώσει κάθε συναίσθημα. Η μουσική ξυπνά μέσα μας διάφορα πράγματα και η αποκάλυψη αυτή μπορεί να γίνει εμπειρία μαζική.
Πρόσφατα, στην Αντίμπ υπήρχαν πολλοί νέοι. Τους είπα: "Μπορώ, αν θέλετε, να σας δώσω μια τυπική συναυλία ή μια συναυλία με ό,τι μου ζητήσετε". Ούρλιαξαν: "Εμείς θέλουμε παραγγελίες". Μερικοί με ρώτησαν με μεγάλη άνεση: "Τι είναι για σένα η αγάπη, μουσικά;" Έπαιξα Σούμαν και Μπραμς. Και έπειτα: "Τι είναι για σένα η δόνηση, η ταραχή;" και έπαιξα την Ενάτη Σπουδή του Σοπέν. "Τι είναι ο θάνατος, η ηδονή;" Τι υπέροχος που ήταν αυτός ο κύκλος ανθρώπινων συναισθημάτων! Ούτε εγώ μα ούτε κι αυτοί θέλαμε πια να φύγουμε.
Πιστεύω ότι εμείς οι μουσικοί, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι είμαστε κατά κανόνα πολύ γενναιόδωροι. Έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη επαφή και έχουμε την ανάγκη να δίνουμε. Ο περίγυρός μας όμως μας δημιουργεί σιγά-σιγά (και ανάλογα με το προχώρημα στη δουλειά) σκληρούς εξαναγκασμούς κυρίως υλικούς. Και τότε μας είναι δύσκολο να συμφιλιώσουμε αυτή την ευαισθησία με τις φροντίδες της καριέρας μας. Έγινε πια σχεδόν μόδα να παίζουμε υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με τον όρο βέβαια να δοθεί στην εκδήλωση όσο γίνεται μεγαλύτερη δημοσιότητα. Ή να παίζουμε υπέρ των προσφύγων, υπό τον όρο όμως να το κάνουμε μπροστά σε όλες τις τηλεοράσεις του κόσμου.
Όταν πήγαμε στη Χιλή την εποχή της δικτατορίας του στρατηγού Πινοσέτ, στις φτωχογειτονιές του Σαντιάγκο ή στην ύπαιθρο, αισθανθήκαμε ότι προσφέραμε κάτι. Δεν μιλούσαμε για τα δικαιώματα του ανθρώπου γιατί θα μας κυνηγούσαν. Μιλούσαμε όμως για το Μπετόβεν, για τη ζωή του, παίζοντας μερικά κομμάτια και για όλα του τα όνειρα που έκανε για τη Γαλλική Επανάσταση. Έπαιξα Σοπέν και διηγήθηκα την εξορία αυτού του Πολωνού συνθέτη, και όλα αυτά ήταν τόσο πολύ συνδεδεμένα με τη χιλιανή ζωή που το κοινό εκφραζόταν με φράσεις και κραυγές. Και όλοι έφευγαν από τη συναυλία λέγοντας: "Πρέπει να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία!"
Γνώρισα έναν Λατινοαμερικάνο χωρικό ο οποίος διηγιόταν το πώς καταλάβαινε ο ίδιος τη ζωή του Μπαχ. Ήταν ερωτευμένος με μια μουσική που δεν είχε ακούσει ποτέ. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο Μπαχ και νόμιζε ότι ήταν κάποιος σύγχρονός του από τη Βόρεια Αργεντινή. Ο άνθρωπος αυτός διηγόταν σε χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε ένα εργοστάσιο ζάχαρης την πορεία που έκανε για να ανακαλύψει τη μουσική του Μπαχ, μέχρι που έμαθε τελικά ότι ο Μπαχ δεν ζούσε πια στις μέρες μας και ότι ήταν ένας εξαίσιος μουσικός. Έκανε μια διάλεξη εντελώς διαφορετική από αυτή που κάναμε εμείς στο ωδείο. Για αυτόν ο Μπαχ ήταν αδελφός, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά που αντιμετώπιζε με θάρρος τα προβλήματα του κόσμου, μα πάνω απ’ όλα ήταν ένα άτομο στρατευμένο, με την οικογένειά του, με τα θρησκευτικά του πιστεύω, που προσπαθούσε να τα βιώνει όσο το δυνατόν πληρέστερα χωρίς να νοιάζεται αν αυτό άρεσε στις εκκλησιαστικές αρχές, και μάλιστα σε μια εποχή που οι μουσικοί ήταν σκλάβοι. Μίλησε λοιπόν για τη σημασία που είχε η λαϊκή μουσική στον Μπαχ. Εγώ που είχα ξοδέψει τρία χρόνια από τη ζωή μου μελετώντας τον δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.
Διαφώνησα έντονα με τους Λατινοαμερικάνους διανοούμενους που υποστήριζαν: "Και τί ωφελεί να παίζεις Μπετόβεν όταν οι άνθρωποι πεινούν;" Και τους απαντούσα: "Μα όταν ακούν Μπετόβεν, η ζωή τους αλλάζει. Κι εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε". Κάποτε θα έρθει η μέρα όπου όλοι αυτοί θα γίνουν οι υποστηρικτές του πολιτισμού τους, όταν θα τον νοιώσουν σε όλη του την ομορφιά. Θα είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η καταναλωτική μουσική που εισβάλλει σε όλον τον πλανήτη.
[δημοσιευμένο στα Αφιερώματα της Le Monde Diplomatique, ελληνική έκδοση, τεύχος 4, Ιούνιος 1994]
The summer Detroit burned: Powerful TIME images show aftermath of race riots of 1967
By DAILY MAIL REPORTER
Forty-five years after Detroit's deadly race riots, a collection of powerful photographs have been released chronicling what remains one of the bleakest chapters in United States history. Sparked by a police raid on a bar in a predominantly black neighbourhood, the socially, economically and racially-charged riots lasted four days and nights during the long, hot summer of 1967. Late photographer Lee Balterman captured the fierce unrest, which left America stunned and Detroit scarred to this day, in a collection of heartbreaking yet powerful pictures, published by Life.com on the 45th anniversary of the event.
The horrific violence, widespread looting and devastating fires saw 43 people killed, 1189 injured and over 7,000 arrested. Scores of businesses were turned upside down and street after street of buildings were left completely destroyed as angry residents protested against racial and economic inequality, police abuse and a lack of affordable housing.
Within 48 hours, Michigan governor George Romney had mobilised thousands of National Guard troops and President Lyndon Johnson eventually ordered paratroopers from the 82nd Airborne on to the streets on the riot's fourth day. The stunning images captured by Mr Balterman, who died aged 91 in March this year, show the devastation that littered Detroit in the aftermath of the 1967 summer riots, as families attempted to rebuild their lives from the rubble. Source: MAILOnline
Armed: During race riots in Detroit, National Guard patrolled devastated neighborhood
Το καλοκαίρι που κάηκε το Ντιτρόϊτ
Επειδή τότε, εμείς είχαμε χούντα, δε μαθαίναμε τι γινόταν στο Αμέρικα. Διαβάστε λοιπόν τι έγινε σαν σήμερα: Το καλοκαίρι του 1967 οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκλονίστηκαν από τη μεγάλη εξέγερση των μαύρων. Με αφετηρία το Νάσβιλ και άλλες πόλεις του Νότου, η συσσωρευμένη οργή χιλιάδων ανθρώπων ξεσπά σαν την πλημμυρίδα στο Χιούστον, στη Βοστόνη και τη Φλόριδα, για να εκραγεί τον Ιούλη στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα του βορρά, στο Νιούαρκ και τη Νέα Υόρκη, την Πρόβιντενς, το Ντιτρόιτ, το Ρότσεστερ, το Κέμπριτζ και την Τουσόν, την Ουάσιγκτον, το Χιούστον, το Μιλγουόκι. Συνολικά 110 αστικά κέντρα γίνονται θέατρο σφοδρών συγκρούσεων, ενώ για πρώτη φορά ξεσηκώνονται μικρές πόλεις και χωριά. Μόνο στο Ντιτρόιτ και το Νιούαρκ οι νεκροί ανέρχονται σε 69 και οι τραυματίες σε 3.500. Δύο περίπου χρόνια μετά το τετραήμερο του χάους στο Λος Αντζελες, οι ΗΠΑ παραδίδονται και πάλι στις φλόγες.
Τα ίδια πάντα αίτια και αφορμές, ο ρατσισμός και η σκληρότητα της αστυνομίας, οι κοινωνικές ανισότητες, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μαύρων στα βιομηχανικά κέντρα, η υψηλή ανεργία που πλήττει κυρίως τους νέους. Όμως αυτή τη φορά το κίνημα των μαύρων εμφανίζεται ριζοσπαστικοποιημένο. Δεν είναι μόνο οι καταστροφές και οι λεηλασίες που σφραγίζουν το θερμό καλοκαίρι του 1967. Είναι η διάχυτη αίσθηση ότι η κατάσταση εκτρέπεται προς τον εμφύλιο πόλεμο. Ο ανταποκριτής της αγγλικής εφημερίδας «Ομπσέρβερ» διαπίστωνε σε ένα ρεπορτάζ: «Η αγωνία, αυτή η αίσθηση συναγερμού σε ολόκληρη τη χώρα πηγάζουν από μια νέα διάσταση των φυλετικών ταραχών. Οι ριπές των όπλων αντικατέστησαν το συριγμό των φλεγομένων κτιρίων και η τυφλή βία μοιάζει καθοδηγούμενη, θυμίζει αντάρτικο».
Στο Ντιτρόιτ, πέμπτη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ, οι χειρότερες φυλετικές ταραχές στην πρόσφατη ιστορία της χώρας ξεσπούν το πρωί της 23ης Ιούλη, στη 12η Οδό, κοντά στο κέντρο, μετά τη σύλληψη 24 μαύρων σε μια καφετερία. Στις 24 Ιούλη κηρύσσεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης και με εντολή του Προέδρου Τζόνσον τους 8.000 άνδρες της Εθνοφρουράς ενισχύουν 4.700 άνδρες του ομοσπονδιακού στρατού. Τεθωρακισμένα του στρατού και ελικόπτερα εξουδετερώνουν περίπου 100 ελεύθερους σκοπευτές ακροβολισμένους στις στέγες. Στις 27 Ιούλη οι ταραχές σταματούν, την 1η Αυγούστου αίρεται η απαγόρευση κυκλοφορίας. Συνολικά, κατά τη διάρκεια του τετραημέρου, πυρπολήθηκαν 1.100 κτίρια και οι ζημιές υπολογίστηκαν σε 200 εκατομμύρια δολάρια.
Όλες οι φωτογραφίες είναι από το TIME-LIFE και αναδημοσιεύονται στην MailOnline
(In my arms
once again like a star sleep tonight )
δεναπομένειστονκόσμοελπίδακαμιά
(there is no hope remaining in the world any more)
τώραπουηνύχτακεντάμεφιλιάτοκορμίσου
(now that the night is knitting your body with kisses)
μέτρατονπόνοκιάσεμεμόνοστηνερημιά
(gauge the pain and leave me alone in the wilderness)
Ανθυμηθείςτ' όνειρόμουσεπεριμένωνα 'ρθεις
(If you
remember my dream I will expect your return)
μ' ένατραγούδιτουδρόμουναρθειςόνειρόμου
(singing a song of the road my dream you' will
appear)
τοκαλοκαίριπουλάμπειτ' αστέριμεφωςναντυθείς
(during the summer when the star shines bright all
dressed clad in light)
Lyrics (English):W.Sansom
Το διάσημο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο διασκεύασαν τα Σκαθάρια στο BBC. Ακόμη και σε άλλη γλώσσα τα συναισθήματα είναι ίδια. Η μουσική γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1958 από τον Μ. Θεοδωράκη, στο Παρίσι, για την ταινία του Μάικλ Πάουελ «Μήνας του μέλιτος» (Honeymoon) και έγινε γνωστή ως τραγούδι, στην Ελλάδα, με όνομα «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», σε στίχους του Βασίλη Καρδή - ψευδώνυμο του Νίκου Γκάτσου - και πρώτη ερμηνεύτρια τη Γιοβάννα. Διεθνώς ακούστηκε ως «Honeymoon song», σε στίχους του Γουίλιαμ Σάνσομ και πρωτοπόρο ερμηνεία από τον Μαρίνο Μαρίνι και το κουαρτέτο του. Αυτή την ερμηνεία άκουσαν οι Τζον Λένον και Πολ Μακ Κάρτνεϊ και αποφάσισαν να το ξαναηχογραφήσουν, στις 16 Ιουλίου 1963, για τον κύκλο ραδιοακροαμάτων Pop Go the Beatles που ετοίμαζαν τότε για το BBC. Η δική τους πολύτιμη ερμηνεία μεταδόθηκε στις 8 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς και μετά παρέμεινε στα συρτάρια έως τον Νοέμβρη του 1994 οπότε περιλήφθηκε στο The Beatles: Live at the BBC. Η εκτίμηση που έτρεφε για το τραγούδι αυτό ο Μακ Κάρτνεϊ αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το επέλεξε για την είσοδο στη δισκογραφία της «προστατευομένης» του Μ. Χόπκιν (1969, Post Card). (Από το Music Heaven)
The legendary British band "The Beatles" perform "The Honeymoon Song", live at the BBC (1963). Music written by Mikis Theodorakis and english lyrics by William Sansom. The original name of the song in greek is "An thimithis to oniro mou" (If You Remember My Dream).
= LYRICS = I never knew that a day like today lay before us I've got the sun in my heart and my heart's in the sun Skies are as bright as your eyes The horizon is open Love is the ceiling Feelings are reeling Free as the air Forever on and forever Forever on side by side Who ever knew that we two could be free as we'd fancy? Fancy is free But are we who are bound to each other by love? To each other by love Who ever knew that we two could be free as we'd fancy? Fancy is free But are we who are bound to each other by love? To each other by love To each other by love To each other by love Story of the song click HERE
Letras de Canciones: Nikos Gkatsos Música: Mikis Theodorakis "Si recuerdas mi sueño" También esta noche duerme entre mis brazos como una estrella, ya no queda ninguna esperanza en el mundo Ahora que la noche borda con besos tu cuerpo mide el dolor y déjame en soledad Si recuerdas mi sueño, espero que vengas, que vengas , sueño mío, con una canción del camino a vestirte de luz en verano cuando brille la estrella
A group of
1,700 naked participants painted red and gold have recreated American
photographer Spencer Tunick's interpretation of a Richard Wagner opera in
Munich.
The spectacle,
recreating a scene in the 'Der Ring des Nibelungen' opera, marked the opening
of the 2012 Munich summer opera season.
'I just hope
people look at these works and understand that today the body is coming up
against a lot of harsh censorship, not only here but in the United States,' the
artist told Reuters.
'And that the
body should be free, to make art naked in public space and anyone who tries to
stop that is basically not really here for a healthy future on earth. The
future to me is a society that supports the body in all artistic forms in
public space, even is it's nude.'
Tunick has
been documenting the 'live nude figure in public' since 1992. It states that
'individuals en masse, without their clothing, grouped together metamorphose
into a new shape'.
1700
γυμνοί άνθρωποι «αιματοκυλούν» τους δρόμους για λίγη εξουσία και για χάρη της ... τέχνης!
Εκατοντάδες άνθρωποι έβαψαν κόκκινους τους δρόμους αποθεώνοντας την απόλυτη εξουσία που υπόσχεται το μαγικό Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν και δηλώνοντας έτοιμοι να θυσιαστούν στο βωμό της απληστίας. Η κατάρα της εξουσίας πλανάται ακόμα πάνω από τη Δύση...
Η επική τετραλογία έργων όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ ενέπνευσε τον σπουδαίο Νεοϋορκέζο φωτογράφο, Σπένσερ Τούνικ, να μετουσιώσει τα ισχυρά νοήματα της σημαντικής αυτής δημιουργίας για την ιστορία της μουσικής, σε εικόνα που προκαλεί εξίσου έντονα συναισθήματα.
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της Όπερας του Μονάχου για ένα έργο που θα βοηθούσε στο λανσάρισμα του θερινού της προγράμματος, ο καλλιτέχνης των γυμνών κόσμων -απαθανατίζει γυμνούς εθελοντές από το 1992- έστησε ένα απίστευτο σκηνικό στην πλατεία Max-Joseph της γερμανικής πόλης βάφοντας στο κόκκινο του αίματος και το χρυσό του χρήματος 1700 ολόγυμνους ανθρώπους
Ο 45χρονος φωτογράφος έδωσε έτσι πνοή σε αρκετές σκηνές από το επικό Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (DerRingdesNibelungen), ένα έργο που διαθέτει πλούσια πλοκή (η οποία πλέκεται γύρω από ένα δαχτυλίδι που υπόσχεται την απόλυτη εξουσία, όχι όμως χωρίς -αιματηρό πολλές φορές- τίμημα), βασισμένη σε μύθους και παραδοσιακές εξιστορήσεις.
Το περιεχόμενο του Δαχτυλιδιού έχει γίνει αντικείμενο αρκετών διαφορετικών ερμηνειών. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω υποστήριξε πως αποτελεί μία κριτική πάνω στην βιομηχανική επανάσταση, ενώ ο Ρόμπερτ Ντόνιγκτον το ερμήνευσε στα πλαίσια της ψυχολογίας και ειδικότερα των θεωριών του Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ.
«Τα άτομα που ομαδοποιούνται σε μάζες, χωρίς τα χώρα τους, ενοποιούνται και μεταμορφώνονται σε ένα νέα σχήμα. Τα κορμιά κινούνται στο εσωτερικό του περιβάλλοντος, απορροφώνται από αυτό αλλά και το επηρεάζουν, σαν μια ουσία. Τα άτομα μαζικά, χωρίς ίχνος σεξουαλικότητας, γίνονται αφαιρετικές εικόνες που προκαλούν ή αναμορφώνουν την εντύπωση που έχει ο καθένας μας για τη γύμνια και την ιδιωτικότητα», λέει ωστόσο ο ίδιος ο φωτογράφος
One of the true
masters of the bop vocabulary, Phil Woods has had his own sound since the
mid-'50s and stuck to his musical guns throughout a remarkably productive
career. There has never been a doubt that he is one of the top alto
saxophonists alive, and he has lost neither his enthusiasm nor his creativity
through the years.
Woods' first alto was
left to him by an uncle, and he started playing seriously when he was 12. He
gigged and studied locally until 1948, when he moved to New York. Woods studied
with Lennie Tristano, at the Manhattan School of Music, and at Juilliard, where
he majored in clarinet. He worked with Charlie Barnet (1954), Jimmy Raney
(1955), George Wallington, the Dizzy Gillespie Orchestra, Buddy Rich
(1958-1959), Quincy Jones (1959-1961), and Benny Goodman (for BG's famous 1962
tour of the Soviet Union), but has mostly headed his own groups since 1955, including
co-leadership of a combo with fellow altoist Gene Quill in the '50s logically
known as "Phil & Quill." Woods, who married the late Charlie
Parker's former wife Chan in the 1950s (and became the stepfather to singer Kim
Parker), was sometimes thought of as "the new Bird" due to his
brilliance in bop settings, but he never really sounded like a copy of Parker.
Με αφορμή την ανάρτηση που έκανε ο φίλος Allu Fun Marx στο blog του "Μαγική Ξωτική Ομορφιά", εκεί όπου παρακολουθεί τις "περιπλανήσεις της Μισιρλούς ανά τον κόσμο", ανεβάζω εδώ την Μισιρλού του Phil Woods. Το κείμενο και το τραγούδι είναι από τις περιπλανήσεις του!
O
Phil Woods είναι μία ξεχωριστή τζαζ προσωπικότητα, από τους μεγαλύτερους
καλλιτέχνες της τζαζ διαχρονικά και από τα πιο χαρακτηριστικά alto σαξόφωνα σε
όλο το κόσμο. Ξεκινώντας τον
αυτοσχεδιασμό πλάϊ στον μοναδικό Lenny Tristano στα τέλη της δεκαετίας του ‘40
ο γεννημένος το 1931 Woods από νωρίς αναζήτησε τον προσωπικό του ήχο στο
καινούργιο ρεύμα της εποχής στην Αμερικάνικη jazz που ήταν το bebop.
Σπουδαστής
ακόμα, στη μουσική σχολή του Julliard στο άλτο σαξόφωνο και το κλαρινέτο,
άρχισε να δουλεύει με την ορχήστρα του Charlie Barnet, αλλά και του George
Wallington (αντικαθιστώντας τον Jackie McLean), ή του Kenny Dorham. Ο πιο
σημαντικός σταθμός στα αρχικά στάδια της μεγάλης καριέρας του, ήταν η συμμετοχή
του στην περίφημη μπάντα του Dizzy Gillespie.
Ήδη
από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Woods ήταν γνωστός ως New Bird, σε
αντίθεση με τον «Bird» - τον θρυλικό Charlie Parker. Ο λόγος ήταν ότι ο Woods
έπαιζε το σαξόφωνο με έναν εντελώς δικό του τρόπο, σε μια εποχή που όσοι νέοι
μουσικοί έπαιζαν μπίμποπ (σχεδόν όλοι δηλαδή), κόπιαραν το παίξιμο του Parker.
Tο 1957 παντρεύτηκε τη χήρα του Charlie Parker, την γοητευτική Chan Parker. Για
ορισμένους μαύρους μουσικούς, που έβλεπαν τον λευκό σαξοφωνίστα σαν ενόχληση, η
κίνηση αυτή ισοδυναμούσε με προσβολή.
Ως
αστέρας της τζαζ, ο Woods καθιερώνεται από την συμμετοχή του στο κουϊντέτο του
Buddy Rich, την συνεργασία του με τον Quincy Jones, τον Thelonious Monk και την
μεγάλη μπάντα του Benny Goodman. Συνιδρυτής της μεγάλης μπάντας του Crark Terry
αλλά και του περίφημου ensembleμε τον Gene Quill, o μεγάλος σαξοφωνίστας έκανε
την δεκαετία του 60, το δικό του κουαρτέτο με Richard Davis, Hal Galper και
Dottie Dodgion και μέχρι το 1968 είχε καθιερωθεί ήδη ως ένας θρύλος. Την χρονιά
εκείνη θα φύγει στην Ευρώπη (Παρίσι) όπου θα μείνει για μερικά χρόνια
δημιουργώντας το κουαρτέτο European Rhythm Machine με τον George Gruntz, τον
Henry Texier και τον Daniel Humair.
Με
το ταλέντο και την προσωπικότητά του ο Woods εντυπωσιάζει και την Ευρώπη και
συμμετέχει σε άπειρες ηχογραφήσεις. Συνεργάζεται με τον Gerry Mulligan, τον
Oliver Nelson, τον Ben Webster, τον Sonny Rollins, τον Michel Legrand, τον
Benny Carter, Lena Horne ενώ παρουσίασε με τον Gillespie, τους Gillespie /
Woods All – stars.
Πολλοί
pop stars θα βρουν στον ήχο του Woods ένα πολύτιμο στοιχείο της επιτυχίας τους.
Χαρακτηριστικές οι συνεργασίες με τον Billy Joel στο «Just the way you are»,
τον Paul Simon, τους Steely Dan, την Carly Simon κλπ. Από τους πλέον
περιζήτητους μουσικούς και συνθέτες, εκτός από τους δεκάδες προσωπικούς του
δίσκους που αποτελούν χρυσό κομμάτι της κλασικής τζαζ δισκοθήκης, ο Phil Woods
είχε συμμετοχή σε εκατοντάδες δίσκων.
Ανάμεσα,
στους πάρα πολλούς τολμηρούς δίσκους του,για την εποχή τους, είναι και η
σύμπραξη με τον αείμνηστο ρεμπέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Ιορδάνη
Τσομίδη, στον δίσκο “Greek Cooking”, σε παραγωγή Norman Gold, σε μια προσέγγιση
της τζαζ με την world μουσική!
Αμέτρητες
είναι οι βραβεύσεις του Phil Woods παγκοσμίως, δεκάδες οι αναδείξεις του σε
κορυφαίο alto σαξοφωνίστα από τα περιοδικά Down Beat, Jazz Times και άλλους
οργανισμούς, πολλές οι υποψηφιότητες και 4 τουλάχιστον βραβεύσεις με Grammy,
ενώ είναι επίτιμος καθηγητής σε πολλά Αμερικανικά πανεπιστήμια. Έχει συνθέσει
πολλά έργα για ορχήστρες και κλασικά σύνολα.
Καλλιτέχνης
με σαφή ξεχωριστό, ζεστό και ιδιαίτερο ήχο, ο Phil Woods εμφανίζεται live από
το 1983 μέχρι σήμερα με το all star κουϊντέτο του. Με το σχήμα αυτό εμφανίστηκε
στην Αθήνα, στις 26 Οκτωβρίου 2007 στο Παλλάς, σε μία εξαιρετική ευκαιρία του
Αθηναϊκού κοινού να έλθει σε επαφή με την ίδια την ιστορία της τζαζ.
Περισσότερα ακούσματα, δηλαδή, μιλάμε για ... 294 εκτελέσεις της Μισιρλούς εδώ, στη "Μαγική Ξωτική Ομορφιά"
If I had to
choose between music, dance or photography, I would choose all three, for I am
enchanted with music, thrilled by dance and redeemed by photography!
Αν
έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη μουσική, το χορό και τη φωτογραφία, θα επέλεγα
και τις τρεις τέχνες. Η μουσική με μαγεύει, ο χορός με ενθουσιάζει και η
φωτογραφία με λυτρώνει!