ψυχη βαριά
Το winamp παίζει το Heavy Soul του Paul Weller. Το πρώτο κομμάτι, το ομώνυμο. We're words upon a window, written there in steam / In the heat of the moment, at the birth of a dream... Ένα κλικ δεξιά, ανανεώνω την κυριακάτικη ενημέρωσή μου. "Έφυγε", λέει, ο Νίκος Παπάζογλου. Έφυγε.. Για που, αλήθεια; Απ'όσο θυμόμουν, το πέρασμά του εδώ τραγουδούσε. Όπως όλοι. Δεν παίζει να έφυγε.
Θα'θελα να γράψω κάτι για τον Παπάζογλου. Για το πόσο πασέ πλέον έκανε στον καθένα μας η φιγούρα του και η παρουσία του. Με το κόκκινο φουλάρι και τη μόνιμη (εκ των αμερικάνικων φυλακών) τζιν περιβολή, με τον Βούδα και τον Κούδα που βαρεθήκαμε να τον ακούμε, αδυνατώντας -μέχρι πρότινος που η συγκίνηση μας κάλεσε να το αφουγκραστούμε- να σταθούμε λίγο και να νιώσουμε βαθιά τι πάει να πει το "εδώ είναι του Ρασούλη", μα και τι πόνο και ψυχή έκρυβε το "έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι". Αλλά και τον απαρχαιωμένο Υδροχόο -πασέ και τρε μπανάλ πλέον για τους διονυσιασμούς μας- τον γλυκανάλατο Αύγουστο που καταχωρήθηκε με τα χρόνια στις μελό κοριτσίστικες παραγγελιές και οι ψαγμένοι της παρέας παριστάναμε ότι το έχουμε ξεπεράσει -και το τραγούδι, αλλά και το σκηνικό αυτό, να ενδίδεις ελαφρά στον πειρασμό της κοινοτοπίας μιας αυγουστιάτικης βραδιάς με κιθάρα και φίλους, έτσι στα χαζά, έτσι στα ωραία. Και γενικά όλα αυτά του Παπάζογλου τα όπαρτα -πληθυντικός του όπα, απίθανος νεολογισμός της γιαγιάς μου. Τον είχαμε βαρεθεί τον Παπάζογλου και καλά, τον είχαμε ξεπεράσει. Δεν τα ακούγαμε πια αυτά τα τραγούδια. Τα είχαμε κρύψει σε κείνο το μπαουλάκι που τρέχουν να κρυφτούν όλες οι μνήμες όταν γυμνές από την ανάγκη μας και τις επιθυμίες μας, τρέχουν ακίνδυνες να κρυφτούν εκεί για να μην ξεθωριάσουν, για να προστατευτούν. Δεν τα είχαμε κρύψει με δική μας θέληση βέβαια -μάλλον τα είχαμε άτσαλα προσπεράσει, κάπου τα είχαμε παραπετάξει, ενοχλημένοι ίσως, αλλά αυτά φαίνεται πως βρήκαν το δρόμο για το καταφύγιο. Και, ναι, το ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί. Αν δεν το ξέρεις, σημαίνει πως δεν υπήρξες έφηβος. Πως δεν ενέδωσες ποτέ σε ένα ελαφρύ κάλεσμα της στιγμής, που το σώμα και η ψυχή δεν ζητούν κάτι παραπάνω από ένα όπα μετά το ρεφρέν και ένα ξέδωμα. Μια στιγμιαία απόδραση από τη βαριά ψυχή σου. Μια ξαφνική ανάληψη. Για λίγο.
Γυρίζω με το νου πίσω στην εποχή που το σήμερα μπανάλ δεν ήταν ακόμα μπανάλ, το σήμερα πασέ δεν είχε παίξει τόσες φορές στο repeat και ούτε που φανταζόταν πόσο πασέ θα γίνει κάποτε, τότε που ως απλά κλάσικ και όχι πασέ, τα τραγούδια του Παπάζογλου έπαιζαν το ρόλο τους στις γιορτές μας και τους χορούς, άναβαν τα αίματα όταν οι ψαγμενιές στο τραγούδισμα δυσκόλευαν τη μέθεξη και ο χορός αναπαυόταν απογοητευμένος στις καρέκλες, "βάλε μας κανένα Παπάζογλου ν'ανέβουμε ρε", "παίξε μας το Ραγίζει απόψε η καρδιά..." και τέτοια. Η εποχή που τα κλάσικς για χορό τα μνημόνευε κανείς με τον πρώτο στίχο και όχι με τον τίτλο του σουξέ. Ξέρουμε αυτό που ακούμε και χορεύουμε, όχι αυτό που είναι στο δίσκο. Γνώση βιωματική, γνώση χορευτική. Πραγματική.
Μπανάλ λοιπόν η μικρή μας ζωή, η μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη. Στη μικρή ζωή του καθενός, ο Νίκος Παπάζογλου πέρασε και τραγούδησε. Όσο μπανάλ και να βλέπεις σήμερα τις υπομνήσεις των βιωμάτων σου, δεν μπορείς να αρνηθείς το πόσο πραγματικές υπήρξαν. Και αυτός ο ρόλος τους, ο πραγματικός, ο λειτουργικός, είναι που αχρηστεύει τις θεωρήσεις σου περί μπανάλ. Και έλα να μου πεις πως αλλιώς θα χόρευες και πως θα έριχνες εκείνη την κοπέλα, αν δεν της σιγοτραγουδούσες "σ'αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω", ενώ μέσα σου σίγουρα μουρμούριζες όλο και πιο φωναχτά, όλο και πιο πραγματικά, "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό"... Για να μη σου πω ότι στον Παπάζογλου χρωστάς τη μαγκιά που πουλούσες πιο μικρός, να ξέρεις τις Τρύπες στην εποχή του πρώτου δίσκου τους, αλλά και τα πρώτα περίεργα λαϊκά που άκουσες, και ήταν κάποιος Μάλαμας -σαπόρτ κάποτε στον Παπάζογλου, να του πετάνε κέρματα και γιούχες ενώ έλεγε τη Στέλλα- κάποιος Περίδης, κάποιος Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Μαθαίνω το φευγιό του Παπάζογλου, καθώς τυχαία ακούω το Heavy Soul. Το τι είναι τελικά τυχαίο και τι όχι, και τι πραγματικά σημαίνει αυτό, το συζητάμε άλλη ώρα. Όλα σημαδιακά και μετρημένα μέσα στην τυχαιότητά μας. Ή όλα τυχαία μέσα στο καλοκουρδισμένο σύμπαν. Διάλεξε και πάρε, ανάλογα με το πόσο Κοέλιο διαβάζεις. Εγώ δεν διαβάζω.
Είναι το πόστ νούμερο 300. Αρχίζει η Μεγάλη Βδομάδα.
Συνεχίζουν οι μικρές μέρες. Συνεχίζουν τα ποστ. Συνεχίζει η ζωή.
Και τα περάσματα.
It's a joy to know I got a heavy soul.
Θα'θελα να γράψω κάτι για τον Παπάζογλου. Για το πόσο πασέ πλέον έκανε στον καθένα μας η φιγούρα του και η παρουσία του. Με το κόκκινο φουλάρι και τη μόνιμη (εκ των αμερικάνικων φυλακών) τζιν περιβολή, με τον Βούδα και τον Κούδα που βαρεθήκαμε να τον ακούμε, αδυνατώντας -μέχρι πρότινος που η συγκίνηση μας κάλεσε να το αφουγκραστούμε- να σταθούμε λίγο και να νιώσουμε βαθιά τι πάει να πει το "εδώ είναι του Ρασούλη", μα και τι πόνο και ψυχή έκρυβε το "έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι". Αλλά και τον απαρχαιωμένο Υδροχόο -πασέ και τρε μπανάλ πλέον για τους διονυσιασμούς μας- τον γλυκανάλατο Αύγουστο που καταχωρήθηκε με τα χρόνια στις μελό κοριτσίστικες παραγγελιές και οι ψαγμένοι της παρέας παριστάναμε ότι το έχουμε ξεπεράσει -και το τραγούδι, αλλά και το σκηνικό αυτό, να ενδίδεις ελαφρά στον πειρασμό της κοινοτοπίας μιας αυγουστιάτικης βραδιάς με κιθάρα και φίλους, έτσι στα χαζά, έτσι στα ωραία. Και γενικά όλα αυτά του Παπάζογλου τα όπαρτα -πληθυντικός του όπα, απίθανος νεολογισμός της γιαγιάς μου. Τον είχαμε βαρεθεί τον Παπάζογλου και καλά, τον είχαμε ξεπεράσει. Δεν τα ακούγαμε πια αυτά τα τραγούδια. Τα είχαμε κρύψει σε κείνο το μπαουλάκι που τρέχουν να κρυφτούν όλες οι μνήμες όταν γυμνές από την ανάγκη μας και τις επιθυμίες μας, τρέχουν ακίνδυνες να κρυφτούν εκεί για να μην ξεθωριάσουν, για να προστατευτούν. Δεν τα είχαμε κρύψει με δική μας θέληση βέβαια -μάλλον τα είχαμε άτσαλα προσπεράσει, κάπου τα είχαμε παραπετάξει, ενοχλημένοι ίσως, αλλά αυτά φαίνεται πως βρήκαν το δρόμο για το καταφύγιο. Και, ναι, το ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί. Αν δεν το ξέρεις, σημαίνει πως δεν υπήρξες έφηβος. Πως δεν ενέδωσες ποτέ σε ένα ελαφρύ κάλεσμα της στιγμής, που το σώμα και η ψυχή δεν ζητούν κάτι παραπάνω από ένα όπα μετά το ρεφρέν και ένα ξέδωμα. Μια στιγμιαία απόδραση από τη βαριά ψυχή σου. Μια ξαφνική ανάληψη. Για λίγο.
Γυρίζω με το νου πίσω στην εποχή που το σήμερα μπανάλ δεν ήταν ακόμα μπανάλ, το σήμερα πασέ δεν είχε παίξει τόσες φορές στο repeat και ούτε που φανταζόταν πόσο πασέ θα γίνει κάποτε, τότε που ως απλά κλάσικ και όχι πασέ, τα τραγούδια του Παπάζογλου έπαιζαν το ρόλο τους στις γιορτές μας και τους χορούς, άναβαν τα αίματα όταν οι ψαγμενιές στο τραγούδισμα δυσκόλευαν τη μέθεξη και ο χορός αναπαυόταν απογοητευμένος στις καρέκλες, "βάλε μας κανένα Παπάζογλου ν'ανέβουμε ρε", "παίξε μας το Ραγίζει απόψε η καρδιά..." και τέτοια. Η εποχή που τα κλάσικς για χορό τα μνημόνευε κανείς με τον πρώτο στίχο και όχι με τον τίτλο του σουξέ. Ξέρουμε αυτό που ακούμε και χορεύουμε, όχι αυτό που είναι στο δίσκο. Γνώση βιωματική, γνώση χορευτική. Πραγματική.
Μπανάλ λοιπόν η μικρή μας ζωή, η μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη. Στη μικρή ζωή του καθενός, ο Νίκος Παπάζογλου πέρασε και τραγούδησε. Όσο μπανάλ και να βλέπεις σήμερα τις υπομνήσεις των βιωμάτων σου, δεν μπορείς να αρνηθείς το πόσο πραγματικές υπήρξαν. Και αυτός ο ρόλος τους, ο πραγματικός, ο λειτουργικός, είναι που αχρηστεύει τις θεωρήσεις σου περί μπανάλ. Και έλα να μου πεις πως αλλιώς θα χόρευες και πως θα έριχνες εκείνη την κοπέλα, αν δεν της σιγοτραγουδούσες "σ'αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω", ενώ μέσα σου σίγουρα μουρμούριζες όλο και πιο φωναχτά, όλο και πιο πραγματικά, "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό"... Για να μη σου πω ότι στον Παπάζογλου χρωστάς τη μαγκιά που πουλούσες πιο μικρός, να ξέρεις τις Τρύπες στην εποχή του πρώτου δίσκου τους, αλλά και τα πρώτα περίεργα λαϊκά που άκουσες, και ήταν κάποιος Μάλαμας -σαπόρτ κάποτε στον Παπάζογλου, να του πετάνε κέρματα και γιούχες ενώ έλεγε τη Στέλλα- κάποιος Περίδης, κάποιος Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Μαθαίνω το φευγιό του Παπάζογλου, καθώς τυχαία ακούω το Heavy Soul. Το τι είναι τελικά τυχαίο και τι όχι, και τι πραγματικά σημαίνει αυτό, το συζητάμε άλλη ώρα. Όλα σημαδιακά και μετρημένα μέσα στην τυχαιότητά μας. Ή όλα τυχαία μέσα στο καλοκουρδισμένο σύμπαν. Διάλεξε και πάρε, ανάλογα με το πόσο Κοέλιο διαβάζεις. Εγώ δεν διαβάζω.
Είναι το πόστ νούμερο 300. Αρχίζει η Μεγάλη Βδομάδα.
Συνεχίζουν οι μικρές μέρες. Συνεχίζουν τα ποστ. Συνεχίζει η ζωή.
Και τα περάσματα.
It's a joy to know I got a heavy soul.
Και δεν ήταν μόνο η φωνή. Ούτε η ψυχή.
Έγραφε και σπουδαίους στίχος ο μπαγάσας.
Σκέψεις του COSTINHO για το Νίκο Παπάζογλου που έφυγε...
Όπως διάβασα σε αυτό το βίντεο, το τραγούδι αυτό είναι βίωμα πικρό του Νίκου Παπάζογλου.
"Μικρός τον πήγαινε η αδελφή του σχολείο όταν, ένα πρωινό στη στάση του λεωφορείου, κάτω από πολύ βροχή, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο και σκότωσε την αδελφή του μπροστά στα μάτια του μικρού τότε Νίκου.
Αυτό το τραγούδι, λοιπόν, είναι αφιερωμένο στην αδελφή του. Είναι κάτι που πάντα ήθελε να γράψει και η αλήθεια είναι πως όταν το τραγουδά, κλαίει πάντα".
Μπορεί και να είναι αλήθεια. Προσέξτε τους στίχους:
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε - Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα - Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε - τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα
Στη στάση πέρα-δώθε σπινθηρίζουνε - τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου - σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα - κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα - Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε - τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα
Στη στάση πέρα-δώθε σπινθηρίζουνε - τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου - σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα - κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.
Επειδή υπήρξα λάτρης του Παπάζογλου, όχι απλά ακούγοντας την μουσική του, αλλά μελετώντας και τους στίχους του, αφήνοντας το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα να αγγίξει την ελληνική ψυχή μου, με ξένισε το γεγονός ότι προσπαθείς να γράψεις γι αυτόν, χρησιμοποιώντας έναν λόγο, που έπρεπε να διαβάσω παραπάνω από δύο φορές για να καταλάβω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν κάτι μάθαμε εμείς που ζήσαμε την εφηβεία μας με τα τραγούδια του οδηγό (αυτού και καποιων άλλων παρόμοιών του), είναι ότι τα σημαντικά λέγονται με τα απλούστερα λόγια. Ούτε μπανάλ, ούτε πασε. Για μας, που δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε την συγκίνησή μας, ακούγοντας το "Αχ Ελλαδα σ ΄αγαπώ" ... (πώς να γινει άλλωστε "passe" ένα τραγούδι που σε κάθε εποχή έχουμε λόγους να το υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας για να αισιοδοξούμε για την συνέχεια?)
Πώς να θεωρήσουμε "μπανάλ" έναν καλλιτέχνη που παραμένει η υπόκρουση στα πιό γλυκά κομμάτια της ύπαρξής μας, σ αυτά, που αν "καταχωνιάσουμε" σε μπαούλα, χάσαμε την ανθρωπιά και την διάθεση να ονειρευόμαστε?
Οπότε καλέ μου Costinho (να υποθέσω Κωνσταντίνος? Που θα το προτιμούσα φυσικά εγώ που θέλω να ελπίζω στην διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και του μοναδικού πολιτισμού μας), εμείς, που "ζήσαμε" το Νικόλα, δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να μιλήσουμε τόσο "βαθιά" γι αυτόν .... Φτάνει μόνο το "ευχαριστώ" για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ μουσική του, που μας κάνει πάντα να "ταξιδεύουμε", στα βάθη της ψυχής μας.
Ας απαντήσω από εδώ στον πιο πάνω σχολιαστή, παρ'ότι δεν έγινε εδώ η ορίτζιναλ ανάρτηση του παραπάνω κειμένου. Αυτό το αναφέρω, γιατί το συγκεκριμένο ποστ, όπως και κάθε ποστ, συντάσσεται μέσα σε ένα context, σε ένα νοηματικό πλαίσιο συντεταγμένων που ορίζονται από τις νόρμες ενός άλλου ιστολογίου -του προσωπικού μου- διαπίστωση που αντιστοιχεί σε ένα σύνολο παραμέτρων που έχουν να κάνουν με το ύφος, τη γλώσσα, τους κώδικες, τις αναφορές, την εξοικείωση, ακόμα και τη γραφή, στοιχεία για τα οποία ο αναγνώστης του εν λόγω ιστολογίου πιθανώς να είναι ενήμερος. Όπως και να'χει, όταν γράφω κάτι που νιώθω, δεν μπορώ να έχω στο νου μου τους διάφορους αναγνώστες που θα προκύψουν από πιθανή αναδημοσίευση. Αντιστοιχώ στα λόγια του Μπόρχες, πως γράφω "για μένα, για τους φίλους μου και για ν'απαλύνω το χρόνο που περνάει".
ΑπάντησηΔιαγραφήΧωρίς να θέλω να εξηγηθώ -καθ'ότι προτιμώ την παρεξήγηση και το χάος των ερμηνειών- έχω την εντύπωση πως μάλλον σου διέφυγε το κύριο ύφος που χαρακτηρίζει όλο το ποστ, κάτι που το συνηθίσζω γενικά, και στοχεύει στη διαλεκτική ανατροπή μέσω μιας υφέρπουσας ειρωνείας -πολλές φορές δυσδιάκριτης, ακόμα και παρεξηγήσιμης (ακριβώς επειδή ...δεν εξηγείται. Τουλάχιστον όχι με προφανή κώδικα). Λόγου χάρη, το "μπανάλ" και το "πασέ" είναι λέξεις που δεν χρησιμοποιώ γενικά, για την ακρίβεια το "πασέ" δεν νομίζω πως το έχω προφέρει (ή γράψει) ποτέ μου ξανά. Την εποχή ειρωνεύομαι, αγαπητέ, και τη σημειολογία της. Τον λεκτικό κώδικα και τις ανάγκες της, μαζί και τις προτεραιότητές της -και τον λίγο χρόνο που είχε πλέον για τον Παπάζογλου, που τώρα συνειδητοποιεί ότι σύσσωμη τον είχε αγαπήσει και είχε βιώσει την αλήθεια του χορού του. Όχι μόνο έχω την εντύπωση δηλαδή, αλλά διαβάζω στα λόγια σου πως δεν εννόησες ούτε στο ελάχιστο τι ήθελα να μεταφέρω μέσα από το σημείωμά μου -και αυτό γίνεται φανερό (και) από την άμεση υιοθέτηση του "εμείς": "εμείς που αυτό". "εμείς που εκείνο"... Αλήθεια, απέναντι σε ποιο "εσείς";
Όσο για τα περί ελληνικών:
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω αν είναι "ελληνική" η ψυχή μου και η ταυτότητά μου. Ποτέ δεν είχα αυτή την αγωνία. Μου αρκεί ως προτεραιότητα να ορίζω τόσο την ψυχή μου όσο και την ταυτότητά μου. Και, προσμετρώντας τις διάφορες μούσες της, μάλλον το κάνω με όρους παγκοσμιότητας, για να μην πω συμπαντικούς. Η επιλογή λατινοπρεπούς (βλ. πορτογαλικές, βραζιλιάνικες και αργεντίνικες γραφές) φερώνυμου νομίζω πως ορίζει ακριβέστερα ένα πεδίο του όποιου καλλιτεχνικού ταμπεραμέντου μου. Άσε που μπορεί να είναι ένα παρατσούκλι που στο κόλλησε μια παρέα και -ακριβώς γι'αυτό- να σε ορίζει ακόμα πιο χαρακτηριστικά και κωδικά. Συνεπώς, έρχεται δεύτερη (και καταϊδρωμένη) η όποια απόπειρα συνέχειας του μοναδικού ελληνικού πολιτισμού μέσα από την επιλογή του ονόματός μου. Αλλά και πάλι, έστω και ένα ξενικό φερώνυμο υποδεικνύει πιο στοχευμένα την ταυτότητα, απ'ότι ένα ...ανώνυμο.
Τέλος, αποστρέφομαι πλέον κάθε πρόταση που απαξιώνει -και σχεδόν ειρωνεύεται- τα βαθιά λόγια, τεκμαίρωντας πως το απλό είναι και το αρκετό. Απλά μιλάει κι ο Λαζόπουλος. Απλά μιλάει κι ο Ξανθόπουλος, απλά μιλάει κι ο Ψωμιάδης. Προτιμώ ως κριτήριο το αληθινό και το αυθεντικό, το οποίο μπορεί να κρύβεται κάτω από την πιο ελαφριά επιφάνεια, αλλά και μέσα στην πιο βαθιά ατραπό στα έγκατα της συνείδησης και της σκέψης. Τα γράδα δεν τα βάζει η ελαχιστότητα, αλλά η αλήθεια. Και η αλήθεια έχει πολλούς τρόπους να μιλάει. Εκτός αν αυτοί που μιλάνε "απλά" έχουν κοντινότερη πρόσβαση σ'αυτήν... ;) Έχω επίσης κουραστεί να ακούω να διατυπώνεται ως αυταξία η πρόσληψη της γνώσης εξ'απαλών ονύχων, η κατάκτηση με το πρώτο διάβασμα, η ανάγνωση με κριτήριο το πρώτο επίπεδο, και ταυτόχρονα να διαβάζεται ως μειονέκτημα λόγου ο,τιδήποτε ξεφεύγει από αυτούς τους απλοϊκούς κανόνες -για την ακρίβεια: δήθεν κανόνες.
"Ελληνική" μουσική τα τσιφτετέλια και οι μπαγλαμάδες, ε; Και με κεφαλαία γράμματα; Μάλιστα... Αν έλειπε στο υπόλοιπο σχόλιο το δάχτυλο που κουνιέται προς το μέρος μου, θα το προσπερνούσα αυτό. Αλλά, σόρρυ, δεν γίνεται.
Και κάτι που θυμήθηκα σήμερα. Επειδή "τα σημαντικά λέγονται με τα απλούστερα λόγια", θυμάμαι πόσο βασανιζόμασταν πιτσιρικάδες να εννοήσουμε τι είναι "του Ουλιάνωφ το μειδίαμα" και τι (απλή) αλήθεια μπορεί να έκρυβε η "συμβουλή του Πυθαγόρα, προσοχή στον Μανδραγόρα". Όχι ότι τώρα που μεγάλωσα μπορώ να δώσω πιο ξεκάθαρη απάντηση σ'αυτή τη βάσανο. Μεγάλωσα όμως και με τη μαγεία αυτών των ακατανόητων εικόνων, αυτή τη γοητευική έλξη που ασκούσαν οι λέξεις και οι εμμονές του Ρασούλη, που δεν χρειαζόταν να τις αποκωδικοποιήσεις αναγκαστικά για να τις νιώσεις. Τώρα που το σκέφτομαι δηλαδή, μάλλον πιο απλά (και επίπεδα) ήταν τα δικά μου λόγια, από τη βαθιά σοφία που έκρυβαν οι κρυπτογραφίες του Ρασούλη και του Παπάζογλου. Αρκεί να μην κολλάμε αναγκαστικά στη φόρμα και το σχήμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τραγουδι Αχ Ελλαδα αν το ακουσεις πιο προσεκτικα αγαπητε μου φιλε και διαβασεις τους στιχους δεν αναφερεται για τη σπουδαια πατριδα μας ουτε ειναι ενας υμνος προς την Ελλαδα, οπως πολλοι νομιζουν. Το συγκεκριμενο τραγουδι αναφερεται στην καταντια της χωρας μας, στους υποτιθεμενους ελληνες που θελους να λεγονται ελληνες και στη γενικη αδιαφορια που υπαρχει απο το λαο προς τη μητερα-πατριδα. Ο Παπαζογλου απλα αναφερει τη γνωμη του μεσα απο το τραγουδι χωρις να τον νοιαζουν τα σχολια και οι κακοηθειες του κοσμακη
ΑπάντησηΔιαγραφή