Οι μάγκες δεν υπάρχουν πιά...
Από το επίσημο site του Μ.Ρασούλη
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 28 Σεπτεμβρίου του 1945, μεγάλωσε στο Ηράκλειο, έψαλε στον Πολιούχο άγιο Μηνά ο οποίος και τον επηρέασε αισθητικά και ιδεολογικά, βοηθούσε τον πατέρα του στο χρυσοχοείο όπου και από εκεί επηρεάστηκε από τα ρολόγια και τον χρυσό, ήταν σημαιοφόρος στο σχολειό του, από μικρός ανήκε στην νεολαία της αριστεράς - αφού ο πατέρας του ήταν για χρόνια στις ιταλικές φυλακές και ο θείος του στο Μαουτχάουζεν - κέρδισε δυο βραβεία στους μοντέρνους χορούς, ήρθε τέταρτος στα τετρακόσια μέτρα στους σχολικούς αγώνες του νομού και γενικά πέρασε πολύ όμορφα παιδικά χρόνια με τα αδέλφια του και τους φίλους του. Το όνομά του, Εμμανουήλ, είναι εβραϊκό και σημαίνει άνθρωπος του Θεού, το επίθετό του προέρχεται από το ιερό όνομα του κορανίου «ρασούλ» και το τρίτο το σανσκριτικό του το έδωσε ο �Οσσο και είναι «ντέβα παρινίτο» και σημαίνει ερωτευμένος με την θεϊκότητα. Περισσότερα εδώ
***
Επιτέλους, διάβασα και κάτι φιλικό, κάτι από καρδιάς βγαλμένο, από έναν άνθρωπο που σωστά λέει "...Όχι, δεν έχω κανένα βίωμα, καμία παράσταση...". Επειδή κι εγώ, όντας μετέωρος με την είδηση, δεν ήξερα τι να γράψω για το απροσδόκητο φευγιό του, βρήκα αυτό εδώ το σημείωμα του Costinho και είπα να δανειστώ τα λόγια και τις σκέψεις του και να μεταφέρω την προσέγγιση αυτή, στη δική μου την μπλογκόσφαιρα.
ένας κανένας που σας σεργιανά
Είναι μεγάλη απώλεια ο Ρασούλης. Μεγάλη, τεράστια, και ψάχνω τις λέξεις για να το συντάξω να γίνει κατανοητό. Ψάχνω να βρω κανά βίωμα που να ταιριάζει, αφού εξ ορισμού τα βιώματα κουβαλούν ως εικόνες και ως μήνυμα, ασύγκριτα πιο βαρύ αφηγηματικό φορτίο, που κάνουν αμέσως ρέστα το ταμείο της ψυχής. Όχι, δεν έχω κανένα βίωμα, καμία παράσταση. Μόνο ότι τον έβλεπα κάποιες φορές στον ηλεκτρικό και σκεφτόμουν "κοίτα, ο Ρασούλης". Το λες βίωμα αυτό; Όχι, δεν το λες. Αλλά ίσως είναι μια παράσταση, μια εικόνα που μου λέει ότι ο Ρασούλης υπήρξε ανάμεσά μας, μετακινιόταν ταπεινά με το τρένο, τους καθημερινούς πληβείους, τους ξένους, τους πιο ξένους, τους νόμιμα ξένους και τους παράνομα ξένους. Είναι μια εικόνα που την έχω δίπλα μου, εντελώς δίπλα μου, μέσα στη μέρα μου, μέσα στο βλέμμα μου, και όχι στην τηλεόραση, που και πάλι βλέμμα μου είναι, αλλά όχι βλέμμα φιλικό, όχι βλέμμα διερευνητικό, όχι βλέμμα άμεσο και, προπάντων, είναι βλέμμα ανώδυνο: δεν μπορεί να σε δει ο άλλος, δεν μπορεί να ανταποδώσει.
Τον θυμάμαι, πέρσι το Πάσχα, αγέρωχο, να τριγυρνάει στα καντούνια της Κέρκυρας και να επισκέπτεται τον Πλου (σημείωση δική μου: βιβλιοπωλείο) - τον Πλου που η Ουρανίτσα πρωτοταξίδεψε και άφησε κι εκείνη πολλά στο ταμείο της ψυχής- και να λέμε μαζί με τον Δήμο, "κοίτα, ο Ρασούλης". Δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα, σχεδόν ούτε βλέμμα, άρα πάλι δεν μπορώ να μιλάω για βίωμα. Για δες όμως: άλλο ένα τεκμήριο του περάσματός του ανάμεσά μας. Αυτή τη φορά, στο δικό μας χώρο -τυχαία, ξετυχαία, δεν έχει σημασία- στο δικό μας αγαπημένο στέκι, στο δικό μας τεκμήριο ύπαρξης, συνευρέσεων, βιωμάτων. Σε ένα χώρο που όποιος βρέθηκε και στάθηκε -έστω και για λίγο- έγινε κουβέντα και ανάμνηση·κατεγράφη το πέρασμά του -τα βήματά του είναι ακόμα εκεί, μαζί με τα τόσα βήματα. Υπήρξε κι εκεί, ξαναπέρασε δίπλα μας.
Δεν ξέρω τι να γράψω για τον Μανώλη Ρασούλη. Ξέρω μόνο πως οι στίχοι του υπήρξαν, πως τραγούδησα τους στίχους του, πως χόρεψα με τους στίχους του, πως συγκλονίστηκα από τους στίχους του, πως συγκλονίστηκαν πολλοί από τους στίχους του, και τους χόρεψαν ακόμα περισσότεροι. Ξέρω ότι τον πόνεσα βαθιά, έστω και για λίγο, όταν τον έδιωχνε από τη χώρα το νταλαριστάν. Ξέρω επίσης ότι ένιωσα τα λόγια του, τις λέξεις του, σαν λόγια φίλου, όχι ξένου. Σαν λόγια που απευθύνονται σε μένα, όχι σε πολλούς. Με κάποιο τρόπο δηλαδή, μου μιλούσε. Μιλούσε σε μένα. Κι αυτό, μάλλον, είναι βίωμα. Ξέρω επίσης πως υπήρξε ανάμεσά μας.
Το "εδώ είναι του Ρασούλη", για τον ίδιο έκρυβε ταπεινότητα, διατύπωνε σκωπτικά την ασημαντότητα και την κατάντια, μπροστά στο χαμένο, απόμακρα ηρωικό, Σούλι. Έλα όμως που κρύβει μεγαλείο. Τεράστιο.
ΥΓ1. Δύο, σχεδόν συγκλονιστικά, κείμενα για τον Ρασούλη:
του Πάνου Θεοδωρίδη και του Οδυσσέα Ιωάννου.
ΥΓ2. Παρακαλώ τη μοναξιά, γλυκά να μου ξηγήσει
τι ένα ανθό στην ερημιά τον έκανε ν'ανθίσει
(αφού κανένας δεν περνά να σκύψει, να μυρίσει,
αυτός γλυκά μοσχοβολά) κι εμένα να σαστίσει.
ΥΓ3. ...Το'χω νιώσει όταν πονώ, σαν θα γίνεσαι ένας ξένος, πιο βαθιά να σ'αγαπώ.
Το κείμενο αυτό είναι το Costinho από το blog: Night On Earth
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πιά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαρία Παυλίδου